κούριος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούριος Medium diacritics: κούριος Low diacritics: κούριος Capitals: ΚΟΥΡΙΟΣ
Transliteration A: koúrios Transliteration B: kourios Transliteration C: koyrios Beta Code: kou/rios

English (LSJ)

κούριον, (κοῦρος A) youthful, ἄνθος, in an interpol. verse after Il.13.433, cf. Orph.A.1339; ἥβη Orac. ap.Paus.9.14.3.

German (Pape)

[Seite 1496] wie κουρήϊος, jugendlich; πρὶν κούριον ἀγλαὸν ἥβην Δωριέες ὀλέσωσι, Il. 13, 433, eingeschalteter Vers, s. Eustath.; – παρθενίης κούριον ἄνθος Orph. Arg. 1336; orac. bei Paus. 9, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κούριος: -ον, νεανικός, ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ μετὰ τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433· ὡσαύτως ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.

Greek Monolingual

κούριος, -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]
νέος, νεανικός («καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος», Ορφ.).