3,277,309
edits
(4) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω) | |lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |