Anonymous

διολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
1ab
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] διαμέσου, [[ξεγλιστρώ]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., [[ξεγλιστρώ]] και απομακρύνομαι, σε Λουκ.
|lsmtext='''διολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] διαμέσου, [[ξεγλιστρώ]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., [[ξεγλιστρώ]] και απομακρύνομαι, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] [[through]], to [[give]] one the [[slip]], c. acc., Ar.: absol. to [[slip]] [[away]], Luc.
}}
}}