Anonymous

κεντέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντέω''': Πίνδ., Ἀττ.˙ μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245˙ ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.˙ Ἐπ. ἀπαρ. [[κένσαι]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337˙- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.˙ ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.˙ πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300˙ παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.˙ ἴδε [[κέντρον]]. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «[[κεντρίζω]]», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.˙ Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. τὠφθαλμὼ κεντούμενος [[ὥσπερ]] ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946˙ ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26˙- ἀκολούθως, 3) [[καθόλου]] κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ˙ μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030˙ ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ˙ παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29˙ μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11˙ μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245˙ λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = [[βινέω]], Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55.
|lstext='''κεντέω''': Πίνδ., Ἀττ.· μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245· ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.· Ἐπ. ἀπαρ. [[κένσαι]] (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337·- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.· ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.· πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, [[ἀναγκάζω]] νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300· παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.· ἴδε [[κέντρον]]. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «[[κεντρίζω]]», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.· Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε [[μέλισσα]] Θεόκρ. 19. τὠφθαλμὼ κεντούμενος [[ὥσπερ]] ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946· ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26·- ἀκολούθως, 3) [[καθόλου]] κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ· μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030· ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ· παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29· μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11· μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245· λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = [[βινέω]], Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55.
}}
}}
{{bailly
{{bailly