3,277,055
edits
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. | |lstext='''κατερείπω''': μέλλ. -ψω, [[καταρρίπτω]], κατὰ γάρ νιν ἐρείπει πῦρ καὶ Ἄρης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140· σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τῆς κατοικίας Στραβ. 259· κ. τινί, [[διαφθείρω]], Πλουτ. Σόλων 6.- Παθ., [[καταπίπτω]] εἰς ἐρείπια, ἐπὶ τῆς Τροίας, [[Τροία]] κατερείπεται καπνῷ τυφομένα Εὐρ. Ἑκάβω. 477· τὸ [[τεῖχος]] κατερήριπτο Ἡρῳδιαν. 8. 2· κατερηρειμμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 1330. 22· κατηρειμμένα [[αὐτόθι]] (προσθῆκαι) 2349d, 2454· κατηρείφθη [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 22, 7. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄, [[καταπίπτω]], κρημνίζομαι, ὑπ’ ὄμβρου ἔργα κατήριπε κάλ’ αἰζηῶν Ἰλ. Ε. 92, πρβλ. Θεόκρ. 13. 49· [[οὕτως]] ἐν τῷ πρκμ. [[τεῖχος]] μὲν γὰρ δὴ κατερήριπεν Ἰλ. Ξ. 25. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |