Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυρέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠρέω''': Αἰσχύλ. Πρ. 330, Σοφ. Τρ. 386˙ παρατ. ἐκύρουν ῠ Σοφ. Ἠλ. 1331˙ μέλλ. κῠρήσω Ἡρόδ. 1. 112, Τραγ.˙ ἀόρ. ἐκύρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6, Ἡρόδ., Εὐρ.˙ πρκμ. κεκύρηκα Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Β˙ ― [[ὡσαύτως]] [[κύρω]] ῡ Παρμεν. 108, Εὐρ. Ἱππ. 744, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.˙ παρατ. ἔκῡρον Σοφ. Ο. Κ. 1159, Ἱππ. κῦρον Ἰλ. Ψ. 281, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ μέλλ. κύρσω Σοφ. Ο. Κ. 225 (Λυρ.)˙ ἀόρ. ἔκυρσα, μετοχ. κύρσας Ἰλ. Γ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 426, Ἔργ. κ. Ἡμ. 689, Τραγ.˙ ― Μέσ. κύρομαι ῡ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Ω. 530. Ποιητικὸν [[ῥῆμα]], τοῦ ὁποίου οἱ δύο τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν [[ἑκάστοτε]] ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, καὶ χρόνοι τινὲς ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις. Ι. συντασσόμενον [[μετὰ]] πτωτικοῦ, [[συντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἐπιτυγχάνω]]˙ 1) [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ κατὰ τύχην, [[περιπίπτω]], πήματι κύρσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 689˙ [[λέων]] ὣς σώματι κύρσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426˙ ἅρματι κύρσας, προσκρούσας εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 428˙ μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῦρον, φθάνον [[μέχρι]]..., Καλλ. εἰς Δήμ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263., Δ. 945, Ἀνθ. Π. 9, 710˙ [[οὕτως]], ἐν πείρασι κ. Παρμεν. 108. β) ἐπὶ πραγμάτων, κυρῶ τινι, «τυχαίνω» ἢ δίδομαι, παραχωροῦμαι εἴς τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1290, πρβλ. Τρ. 291, Εὐρ. Ἑκ. 215. ― Περὶ τῶν χωρίων ἐν Ἰλ. Γ. 23, Ψ. 821, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικυρέω˙ περὶ δὲ τοῦ ἐν Σοφ. Αἴ. 314, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐγκυρέω]]. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ὡς τὸ [[τυγχάνω]], ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628˙ ― [[φθάνω]] εἰς ἢ [[μέχρι]]..., μελάθρου κῦρε κάρη Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189˙ συναντῶ, [[εὑρίσκω]], αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. πικροῦ δ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος Αἰσχύλ. Πρ. 739˙ Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1011˙ αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, [[εἴθε]] νὰ ἠδυνάμην νὰ φθάσω..., Σοφ. Ο. Κ. 1083. β) ἀξιοῦμαί τινος, κτῶμαί τι, [[τυγχάνω]], Λατ. potiri, τέκνων κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 31˙ καθαρσίου [[αὐτόθι]] 53˙ βασιληίης ταφῆς [[αὐτόθι]] 112˙ δίκης 9. 116˙ ἀτιμίης 7. 158˙ κυρήσει νοστίμου σωτηρίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 797˙ στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας [[αὐτόθι]] 910˙ κυροῦντα τῶν ἐπαξίων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 70˙ βίου λώονος κυρῆσαι Σοφ. Ο. Τ. 1514˙ δυσπότμων γάμων κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 870˙ μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Εὐρ. Μήδ. 1363, πρβλ. Ἴων 1105˙ ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 23, πρβλ. Ἱκέτ. 1170. 3) σπανιώτερον μετ. αἰτ., [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. potiri, [[φθάνω]], [[εὑρίσκω]], τί νῦν... κυρῶ; Αἰσχύλ. Χο. 214˙ βίον εὖ κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 699˙ ἐπ’ ἀκταῖς νιν κυρῶ Εὐρ. Ἑκ. 698˙ τέρμονα κύρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 746, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 34. β) [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, κυρούντων τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 714. ΙΙ. [[ἄνευ]] πτωτικοῦ, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], τί ποτ’ [[αὐτίκα]] κύρσει; Σοφ. Ο. Κ. 225˙ [[καλῶς]], εὖ κυρεῖ, [[καλῶς]] ἀποβαίνει, Αἰσχύλ. Θήβ. 23, Σοφ. Ἠλ. 799˙ καὶ ἐπὶ προσώπου, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ’ [[ὅπως]], πῶς εὑρίσκεται, πῶς «τὰ περνᾷ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371˙ [[ὡσαύτως]], ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ, ἕπονται, ἀκολουθοῦσι, Εὐρ. Ἑκ. 689˙ ἄλλα δ’ ἐξ ἄλλων κ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 865. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀληθοῦς, γνώμῃ κυρήσας, δι’ εὐφυΐας, Σοφ. Ο. Τ. 398˙ ― [[μετὰ]] μετοχῆς, τόδ’ ἂν λέγων κυρήσαις, ἐὰν λέγῃς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 589˙ ἐπεικάζων κυρῶ; Σοφ. Ἠλ. 663. 3) ὡς βοηθητ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀποβαίνω]], συμβαίνει νὰ εἶμαι..., σεσωσμένος κυρεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 503, πρβλ. Ἀγ. 1201˙ ζῶν κυρεῖ Σοφ. Φιλ. 805˙ θύων ἔκυρον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1159˙ ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ Εὐρ. Ἄλκ. 954˙ καὶ παραλειπομένης τῆς μετοχ., εἰ κυρεῖ τις [[πέλας]] (ὑπον. ὢν) Αἰσχύλ. Ἱκετ. 57˙ [[ὥστε]] (ὡς τὸ [[τυγχάνω]]) [[ἐνίοτε]] κατέχει τὸν τύπον τοῦ συνδετικοῦ, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 330, πρβλ. Θήβ. 23, Πέρσ. 598˙ ποῦ γῆς κυρεῖ ὤν; Σοφ. Αἴ. 984˙ φονέα σε... κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 362˙ ἐν κακῷ τῷ φαίνει κυρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 741, πρβλ. Αἴ. 314˙ ἐν πύλαισι... κυρεῖ Εὐρ. Φοίν. 1067˙ [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 680. 4) κυρεῖν [[πρός]]..., ἀναφέρομαι εἴς τι, οὔτ’ [[εἶπον]] οὐδὲν [[πρός]] σε κῦρον Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἡσυχ.˙ τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Πολύβ. 12. 15. 9.
|lstext='''κῠρέω''': Αἰσχύλ. Πρ. 330, Σοφ. Τρ. 386· παρατ. ἐκύρουν ῠ Σοφ. Ἠλ. 1331· μέλλ. κῠρήσω Ἡρόδ. 1. 112, Τραγ.· ἀόρ. ἐκύρησα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 6, Ἡρόδ., Εὐρ.· πρκμ. κεκύρηκα Πλάτ. Ἀλκ. 2. 141Β· ― [[ὡσαύτως]] [[κύρω]] ῡ Παρμεν. 108, Εὐρ. Ἱππ. 744, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.· παρατ. ἔκῡρον Σοφ. Ο. Κ. 1159, Ἱππ. κῦρον Ἰλ. Ψ. 281, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189· μέλλ. κύρσω Σοφ. Ο. Κ. 225 (Λυρ.)· ἀόρ. ἔκυρσα, μετοχ. κύρσας Ἰλ. Γ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 426, Ἔργ. κ. Ἡμ. 689, Τραγ.· ― Μέσ. κύρομαι ῡ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἰλ. Ω. 530. Ποιητικὸν [[ῥῆμα]], τοῦ ὁποίου οἱ δύο τύποι [[εἶναι]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν [[ἑκάστοτε]] ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου, καὶ χρόνοι τινὲς ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις. Ι. συντασσόμενον [[μετὰ]] πτωτικοῦ, [[συντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἐπιτυγχάνω]]· 1) [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ κατὰ τύχην, [[περιπίπτω]], πήματι κύρσαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 689· [[λέων]] ὣς σώματι κύρσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 426· ἅρματι κύρσας, προσκρούσας εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 428· μέγα [[δένδρεον]] αἰθέρι κῦρον, φθάνον [[μέχρι]]..., Καλλ. εἰς Δήμ. 38, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263., Δ. 945, Ἀνθ. Π. 9, 710· [[οὕτως]], ἐν πείρασι κ. Παρμεν. 108. β) ἐπὶ πραγμάτων, κυρῶ τινι, «τυχαίνω» ἢ δίδομαι, παραχωροῦμαι εἴς τινα, Σοφ. Ο. Κ. 1290, πρβλ. Τρ. 291, Εὐρ. Ἑκ. 215. ― Περὶ τῶν χωρίων ἐν Ἰλ. Γ. 23, Ψ. 821, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 753, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικυρέω· περὶ δὲ τοῦ ἐν Σοφ. Αἴ. 314, ἴδε ἐν λέξ. [[ἐγκυρέω]]. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ, ὡς τὸ [[τυγχάνω]], ἔκυρσας [[ὥστε]] [[τοξότης]]... σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628· ― [[φθάνω]] εἰς ἢ [[μέχρι]]..., μελάθρου κῦρε κάρη Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 189· συναντῶ, [[εὑρίσκω]], αἰδοίων βροτῶν κυρῆσαι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. πικροῦ δ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος Αἰσχύλ. Πρ. 739· Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1011· αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, [[εἴθε]] νὰ ἠδυνάμην νὰ φθάσω..., Σοφ. Ο. Κ. 1083. β) ἀξιοῦμαί τινος, κτῶμαί τι, [[τυγχάνω]], Λατ. potiri, τέκνων κυρῆσαι Ἡρόδ. 1. 31· καθαρσίου [[αὐτόθι]] 53· βασιληίης ταφῆς [[αὐτόθι]] 112· δίκης 9. 116· ἀτιμίης 7. 158· κυρήσει νοστίμου σωτηρίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 797· στυγερᾶς μοίρας τῆσδε κυρήσας [[αὐτόθι]] 910· κυροῦντα τῶν ἐπαξίων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 70· βίου λώονος κυρῆσαι Σοφ. Ο. Τ. 1514· δυσπότμων γάμων κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 870· μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε Εὐρ. Μήδ. 1363, πρβλ. Ἴων 1105· ἀμοιβῆς ἔκ τινος κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 23, πρβλ. Ἱκέτ. 1170. 3) σπανιώτερον μετ. αἰτ., [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ Λατ. potiri, [[φθάνω]], [[εὑρίσκω]], τί νῦν... κυρῶ; Αἰσχύλ. Χο. 214· βίον εὖ κυρήσας ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 699· ἐπ’ ἀκταῖς νιν κυρῶ Εὐρ. Ἑκ. 698· τέρμονα κύρων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 746, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 34. β) [[λαμβάνω]], ἀποκτῶ, κυρούντων τὰ πρόσφορα Αἰσχύλ. Χο. 714. ΙΙ. [[ἄνευ]] πτωτικοῦ, [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], τί ποτ’ [[αὐτίκα]] κύρσει; Σοφ. Ο. Κ. 225· [[καλῶς]], εὖ κυρεῖ, [[καλῶς]] ἀποβαίνει, Αἰσχύλ. Θήβ. 23, Σοφ. Ἠλ. 799· καὶ ἐπὶ προσώπου, Ἀτρείδην εἰδέναι κυροῦνθ’ [[ὅπως]], πῶς εὑρίσκεται, πῶς «τὰ περνᾷ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1371· [[ὡσαύτως]], ἕτερα ἀφ’ ἑτέρων κακὰ κυρεῖ, ἕπονται, ἀκολουθοῦσι, Εὐρ. Ἑκ. 689· ἄλλα δ’ ἐξ ἄλλων κ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 865. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ ἀληθοῦς, γνώμῃ κυρήσας, δι’ εὐφυΐας, Σοφ. Ο. Τ. 398· ― [[μετὰ]] μετοχῆς, τόδ’ ἂν λέγων κυρήσαις, ἐὰν λέγῃς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 589· ἐπεικάζων κυρῶ; Σοφ. Ἠλ. 663. 3) ὡς βοηθητ. [[ῥῆμα]], ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[μετὰ]] μετοχ., [[ἀποβαίνω]], συμβαίνει νὰ εἶμαι..., σεσωσμένος κυρεῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 503, πρβλ. Ἀγ. 1201· ζῶν κυρεῖ Σοφ. Φιλ. 805· θύων ἔκυρον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1159· ἐχθρὸς ὢν κυρεῖ Εὐρ. Ἄλκ. 954· καὶ παραλειπομένης τῆς μετοχ., εἰ κυρεῖ τις [[πέλας]] (ὑπον. ὢν) Αἰσχύλ. Ἱκετ. 57· [[ὥστε]] (ὡς τὸ [[τυγχάνω]]) [[ἐνίοτε]] κατέχει τὸν τύπον τοῦ συνδετικοῦ, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 330, πρβλ. Θήβ. 23, Πέρσ. 598· ποῦ γῆς κυρεῖ ὤν; Σοφ. Αἴ. 984· φονέα σε... κυρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 362· ἐν κακῷ τῷ φαίνει κυρῶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 741, πρβλ. Αἴ. 314· ἐν πύλαισι... κυρεῖ Εὐρ. Φοίν. 1067· [[ἔνθα]] πημάτων κυρῶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 680. 4) κυρεῖν [[πρός]]..., ἀναφέρομαι εἴς τι, οὔτ’ [[εἶπον]] οὐδὲν [[πρός]] σε κῦρον Ποιητ. Ἀττ. παρ’ Ἡσυχ.· τὰ πρὸς διαβολὴν κυροῦντα Πολύβ. 12. 15. 9.
}}
}}
{{bailly
{{bailly