3,251,373
edits
m (Text replacement - "" to "·") |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠρέω''': Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. | |lstext='''ξῠρέω''': Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· μεταγεν. ξυράω Πλούτ. 2. 180Β, Διόδ., κτλ.· [[ξύρω]] [[εἶναι]] [[τρίτος]] [[τύπος]], ἴδε ἐν λ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 786, Φρύν. 205· - μέλλ. -ήσω Ἑβδ.· ἀόρ. ἐξύρησα Ἡρόδ., κλ. - Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐξυρησάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 5. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Ἑβδ.· πρκμ. ἐξύρημαι, ἴδε κατωτ. ([[ξυρόν]]). Ξυρίζω, ξυρεῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 2. 65· [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ξυρίσας μιν τὰς τρίχας ὁ αὐτ. 5. 35· - [[παροιμία]] ἐπὶ ἐπικινδύνων πραγμάτων, ἢ ὀξέος πόνου, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ξυρίζει [[μέχρι]] δέρματος, ἐγγίζει πολὺ βαθέως, Σοφ. Αἴ. 786· ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως, Πλάτ. Πολ. 341C· - Μέσ. καὶ παθ., [[ξυρίζω]] ἐμαυτόν, βάλλω τινὰ νὰ μὲ ξυρίσῃ, ξυρεῦνται Ἡρόδ. 2. 36· ἐξυρημένος [[αὐτόθι]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 191· ξυρουμένους Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 10· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ξυρεῦνται πᾶν τὸ [[σῶμα]], ξυρίζουσιν ἢ ξυρίζονται καθ’ ὅλον τὸ [[σῶμα]], Ἡρόδ. 2. 37· τὰς ὀφρῦς, τὴν κεφαλὴν [[αὐτόθι]] 66· ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐξυρημένην, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν τῷ περιοδικῷ «Πλάτωνι» Τόμ. Ϛ΄, σ. 14 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |