ξυρέω
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
Trag. and Att. (v. infr.); ξῠράω, Plu.2.180b, Artem.1.22 (also in pres. Med., D.S.1.84, Palaeph.32, and pres. Pass., Luc.Cyn. 14); both forms in codd. of Hdt.; cf. ξύρω: fut. -ήσω LXX De.21.12: aor. ἐξύρησα Hp.Aff.4, Hdt.5.35, etc.:—Med., fut. ξυρήσομαι LXX Ez.44.20, J.BJ2.15.1, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι: aor. ἐξυρησάμην LXX Nu.6.19, al., Luc.DMeretr.12.5:—Pass., fut. -ηθήσομαι LXX Le. 13.33: pf. ἐξύρημαι (v. infr.): (ξυρόν):—shave, ξυροῦντες (v.l. -ῶντες) τῶν παιδίων τὴν κεφαλήν Hdt.2.65: c. dupl. acc., ξυρήσας μιν τὰς τρίχας Id.5.35: prov. of danger or pain, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ it shaves close, 'touches the quick', S.Aj.786; ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, of a dangerous undertaking, 'beard the lion', Pl.R. 341c:—Med. and Pass., shave oneself or have oneself shaved, ξυρεῦνται (v.l. -ῶνται) Hdt.2.36; ἐξυρημένος ibid., Ar.Th.191; ξυρούμενον Alex.264: also c. acc., ξυρεῦνται (v.l. -ῶνται) πᾶν τὸ σῶμα they shave their whole body or have it shaved, Hdt.2.37; τὰς ὀφρύας, τὴν κεφαλήν, ib.66; ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν with one's head shaved, Luc.Merc.Cond.1.
French (Bailly abrégé)
ξυρῶ :
f. ξυρήσω, ao. ἐξύρησα et ἔξυρα, pf. inus.
Pass. pf. ἐξύρημαι;
raser, tondre ; τὴν κεφαλήν HDT raser la tête ; τινα τὰς τρίχας HDT tondre les cheveux à qqn ; ξυρεῖ ἐν χρῷ SOPH la peau est entamée par le rasoir en parl. de périls imminents);
Pass.-Moy. ξυρέομαι, ξυροῦμαι (f. ξυρήσομαι ou ξυρηθήσομαι) se raser ou se faire raser ; ξυρεῖν τὰς ὀφρύας HDT se raser les sourcils ; ἐξυρημέναι τὰς κεφαλάς LUC femmes qui ont la tête rasée.
Étymologie: ξυρόν.
German (Pape)
von Einigen nur als ion. bezeichnet, auch bei den Attikern sich findet und nach Andern die bessere Form ist, vgl. Lobeck zu Phryn. 205; scheren, das Haupt- oder Barthaar abscheren; ξυρεῖν τινα τὰς τρίχας, Her. 5.35; ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, NT; Ath. XII.518 und andere Spätere; ἐξυρημέναι τὰς κεφαλάς, Luc. Merc.cond. 1; sprichwörtlich ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο μὴ χαίρειν τινά, Soph. Aj. 786, eigtl. bis auf die Haut glatt wegscheren, von der nächsten und dringendsten Gefahr, von einem ans Leben greifenden Schmerze, Suid. ἀντὶ τοῦ μέχρι βάθους διϊκνεῖται; ἐξυρημένος, Ar. Thesm. 191; Her. braucht neben ξυροῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλήν, 2.65, auch das med., ξυρέονται τὰς ὀφρύας, sie scheren sich die Augenbrauen ab, 2.66; ξυρώμενοι Plut. Is. et Os. 4; – ξυρεῖν λέοντα, den Löwen scheren, sprichwörtlich von allem Gefährlichen, Plat. Rep. I.341c.
Russian (Dvoretsky)
ξῠρέω: поздн. тж. ξῠράω (pf. pass. ἐξύρημαι; fut. med.-pass. ξυρήσομαι и ξυρηθήσομαι) стричь, остригать или брить (τὴν κεφαλήν, τινα τὰς τρίχας Her.): ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν Luc. со стриженной или обритой головой; ξ. ἐν χρῷ погов. Soph. брить с кожей, т. е. брать за живое, угрожать самой жизни; ξ. λέοντα погов. Plat. стричь льва, т. е. заниматься опасным делом.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρέω: Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· μεταγεν. ξυράω Πλούτ. 2. 180Β, Διόδ., κτλ.· ξύρω εἶναι τρίτος τύπος, ἴδε ἐν λ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 786, Φρύν. 205· - μέλλ. -ήσω Ἑβδ.· ἀόρ. ἐξύρησα Ἡρόδ., κλ. - Μέσ. μέλλ. ξυρήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐξυρησάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 5. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Ἑβδ.· πρκμ. ἐξύρημαι, ἴδε κατωτ. (ξυρόν). Ξυρίζω, ξυρεῦντες τῶν παιδίων τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 2. 65· μετὰ διπλῆς αἰτ., ξυρίσας μιν τὰς τρίχας ὁ αὐτ. 5. 35· - παροιμία ἐπὶ ἐπικινδύνων πραγμάτων, ἢ ὀξέος πόνου, ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ξυρίζει μέχρι δέρματος, ἐγγίζει πολὺ βαθέως, Σοφ. Αἴ. 786· ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, ἐπὶ ἐπικινδύνου ἐπιχειρήσεως, Πλάτ. Πολ. 341C· - Μέσ. καὶ παθ., ξυρίζω ἐμαυτόν, βάλλω τινὰ νὰ μὲ ξυρίσῃ, ξυρεῦνται Ἡρόδ. 2. 36· ἐξυρημένος αὐτόθι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 191· ξυρουμένους Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 10· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ξυρεῦνται πᾶν τὸ σῶμα, ξυρίζουσιν ἢ ξυρίζονται καθ’ ὅλον τὸ σῶμα, Ἡρόδ. 2. 37· τὰς ὀφρῦς, τὴν κεφαλὴν αὐτόθι 66· ἐξυρημένος τὴν κεφαλήν, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐξυρημένην, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν τῷ περιοδικῷ «Πλάτωνι» Τόμ. Ϛ΄, σ. 14 κἑξ.
Greek Monotonic
ξῠρέω: (ξυρόν), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐξύρησα — Παθ., παρακ. ἐξύρημαι· ξυρίζω, σε Ηρόδ.· παροιμ., λέγεται για μεγάλο κίνδυνο ή οξύ πόνο· ξυρεῖ ἐν χρῷ, ξυρίζει βαθιά μέχρι το δέρμα, αγγίζει πολύ βαθιά, σε Σοφ. — Μέσ. και Παθ., ξυρίζομαι ή βάζω κάποιον να με ξυρίσει, σε Ηρόδ.· ξυρεῦνται πᾶντὸ σῶμα, τους ξύρισαν ολόκληρο το σώμα, στον ίδ.
Middle Liddell
ξυρόν
to shave, Hdt.: proverb. of great danger or sharp pain, ξυρεῖ ἐν χρῶι it shaves close, touches the quick, Soph.:—Mid. and Pass. to shave oneself or have oneself shaved, Hdt.; ξυρεῦνται πᾶν τὸ σῶμα they have their whole body shaved, Hdt.