3,277,300
edits
(9) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δεσμῶ, -έω) [[δεσμός]]<br /><b>φρ.</b> «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το [[δικαίωμα]] τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν [[άφεση]] αμαρτιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δένω]] κάποιον με [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άρθρωση]]) [[πάσχω]] από [[αγκύλωση]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δεσμῶ, -έω) [[δεσμός]]<br /><b>φρ.</b> «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το [[δικαίωμα]] τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν [[άφεση]] αμαρτιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δένω]] κάποιον με [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άρθρωση]]) [[πάσχω]] από [[αγκύλωση]].<br /><b>(II)</b><br />δεσμῶ (-όω) (AM)<br /><b>βλ.</b> [[δεσμώνω]]. | ||
}} | }} |