δεσμώ
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
(I)
(AM δεσμῶ, -έω) δεσμός
φρ. «τὸ δεσμεῖν τε καὶ λύειν» — το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών
νεοελλ.
φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του
αρχ.-μσν.
δένω κάποιον με δεσμά
αρχ.
(για άρθρωση) πάσχω από αγκύλωση.
(II)
δεσμῶ (-όω) (AM)
βλ. δεσμώνω.