3,270,610
edits
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[ἄκριτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κρίση]], δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για λόγους ή πράξεις) [[αλόγιστος]], [[απερίσκεπτος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από [[δίκη]], δεν κρίθηκε, [[αδίκαστος]], [[αδοκίμαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, [[ασυνάρτητος]]<br /><b>2.</b> ο μη διακεκριμένος, [[κοινός]], [[συνηθισμένος]]<br /><b>3.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]], [[ασταμάτητος]]<br /><b>4.</b> [[άπειρος]], [[αναρίθμητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν πήρε οριστική [[τροπή]], [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], [[απρόβλεπτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>7.</b> αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> (για τη [[μοίρα]]) αυτός που δεν κάνει [[διάκριση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἄκριτον</i><br />[[συνεχώς]], αδιάκοπα<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «πυρετὸς [[ἄκριτος]]» — [[πυρετός]] που δεν έφθασε [[ακόμα]] στο κρίσιμο [[σημείο]], που δεν κορυφώθηκε. (<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κριτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρισία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριτόμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριτόβουλος]], [[ἀκριτόδακρυς]], [[ἀκριτόφυλλος]], <i>ἀκριτόφυλος</i>, [[ἀκριτόφυρτος]], [[ἀκριτόχειρος]]<br />(μσν). <i>ἀκριτόφωνοι</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ακριτοεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριτολόγος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[αμίλητος]]<br /><b>2.</b> ο [[λιγόλογος]]<br /><b>3.</b> [[απερίγραπτος]], [[άφθαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]] «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[κρένω]])]. | ||
}} | }} |