Anonymous

εξυπνώ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]].———————— <b>(II)</b><br />ἐξυπνῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από ανόητη [[απασχόληση]] («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[υπνώ]] «[[κοιμίζω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξυπνώ]], -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] κάποιον απ' τον ύπνο, [[αφυπνίζω]]<br /><b>2.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι<br /><b>3.</b> [[συνέρχομαι]], [[αντιλαμβάνομαι]] την [[πραγματικότητα]]<br /><b>4.</b> (για νεκρό) [[ζωντανεύω]], ανασταίνομαι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν εξύπνησε [[ακόμη]]» — δεν έχει καταλάβει την [[πραγματικότητα]] ή [[είναι]] εντελώς [[απονήρευτος]].<br /><b>(II)</b><br />ἐξυπνῶ, -όω (Α)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από ανόητη [[απασχόληση]] («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[υπνώ]] «[[κοιμίζω]]»].
}}
}}