εξυπνώ
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
(I)
και ξυπνώ, -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)
1. σηκώνω κάποιον απ' τον ύπνο, αφυπνίζω
2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι
3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι
νεοελλ.
φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» — δεν έχει καταλάβει την πραγματικότητα ή είναι εντελώς απονήρευτος.
(II)
ἐξυπνῶ, -όω (Α)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. συνέρχομαι από ανόητη απασχόληση («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπνώ «κοιμίζω»].