Anonymous

καταληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.———————— -ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cataleptic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>catalept</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καταληπτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ic</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>ικός</i>) και μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταληκτικός]], -ή, -όν) [[καταλήγω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο λήγει [[κάτι]], αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο [[τέλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καταληκτικοί στίχοι» — οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο [[πόδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> «καταληκτική ονομαστική» — [[χαρακτηρισμός]] ονομαστικής τριτόκλητου ονόματος η οποία σχηματίζεται με την [[κατάληξη]] -ς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληκτικῶς</i> (AM)<br />[[τελείως]], τελειωτικά.<br />-ή, -ό (Α [[καταληπτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να κυριεύσει, να καταλάβει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[καταληψία]]<br /><b>3.</b> <b>(ψυχολ.)</b> <b>φρ.</b> «καταληπτική [[ψυχολογία]]» — η [[ψυχολογία]] που δέχεται ότι η [[πορεία]] τών ψυχικών φαινομένων [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] βουλητικής ενέργειας, σε [[αντιδιαστολή]] με τη συνειρμική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[διάνοια]]) αυτός που μπορεί να εννοήσει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καταληπτικόν</i><br />η [[δύναμη]] της αντίληψης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταληπτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με άμεση [[αντίληψη]]<br /><b>2.</b> [[προφανώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταληπτός]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] «αυτός που αναφέρεται στη νόσο [[καταληψία]]» η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cataleptic</i> <span style="color: red;"><</span> <i>catalept</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καταληπτ</i>-<i>ός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ic</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>ικός</i>) και μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Νικόλαου Κοντόπουλου].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταληκτικός:''' стих. усеченный, неполный ([[στίχος]]).
|elrutext='''καταληκτικός:''' стих. усеченный, неполный ([[στίχος]]).
}}
}}