Anonymous

δαΐζω: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[σχίζω]] στα δύο, [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[τεμαχίζω]], [[σφάζω]], [[φονεύω]]<br />(«δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]<br /><b>4.</b> (για τα μαλλιά) [[ξεριζώνω]] («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων»)<br /><b>5.</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br />(«ὥρμανε δαϊζόμενος κατἀ θυμὸν διχθάδια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό σε -<i>ίζω</i> του ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ), ενώ η [[υπόθεση]] ότι προέρχεται από <i>δă</i>-<i>Fos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δατέομαι]]) δεν φαίνεται πειστική].———————— <b>(II)</b><br />[[δαΐζω]] και [[δάζω]] (Μ)<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (μσν. επίθ.) [[δάος]] «γρήγορος» (για [[άλογο]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δαΐζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]], [[σχίζω]] στα δύο, [[χωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[τεμαχίζω]], [[σφάζω]], [[φονεύω]]<br />(«δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας)<br /><b>3.</b> (για πόλεις) [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]]<br /><b>4.</b> (για τα μαλλιά) [[ξεριζώνω]] («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων»)<br /><b>5.</b> βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι<br />(«ὥρμανε δαϊζόμενος κατἀ θυμὸν διχθάδια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό σε -<i>ίζω</i> του ρ. [[δαίομαι]] (<b>βλ.</b> [[δαίω]] ΙΙ), ενώ η [[υπόθεση]] ότι προέρχεται από <i>δă</i>-<i>Fos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δατέομαι]]) δεν φαίνεται πειστική].<br /><b>(II)</b><br />[[δαΐζω]] και [[δάζω]] (Μ)<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (μσν. επίθ.) [[δάος]] «γρήγορος» (για [[άλογο]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm