Anonymous

θρῆνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "κωχυτός" to "κωκυτός"
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "κωχυτός" to "κωκυτός")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thrinos
|Transliteration C=thrinos
|Beta Code=qrh=nos
|Beta Code=qrh=nos
|Definition=ὁ, (θρέομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dirge, lament</b>, <span class="bibl">Il.24.721</span>, Sapph.136, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).64</span>, <span class="bibl">Hdt.2.79</span>,<span class="bibl">85</span>, etc.; <b class="b3">θ. οὑμός</b> <b class="b2">for</b> me, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>390</span>; εἰπεῖν . . θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>1322</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">complaint, sad strain</b>, h.Pan.18; <b class="b3">Τοργόνων οὔλιον θ</b>. <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>12.8</span>; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>398d</span>, etc.: pl., <b class="b2">lamentations</b>, θρήνων ᾠδάς <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>88</span> (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. <b class="b3">ἐπικήδειον</b> by Trypho ap.<span class="bibl">Ammon. <span class="title">Diff.</span>p.54</span> V. (cf. Ptol.Asc.<span class="bibl">p.404H.</span>), <b class="b3">ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ</b>.)</span>
|Definition=ὁ, ([[θρέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[dirge]], [[lament]], Il.24.721, Sapph.136, Pi.''I.''8(7).64, [[Herodotus|Hdt.]]2.79,85, etc.; <b class="b3">θ. οὑμός</b> [[for]] me, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''390; εἰπεῖν… θ. θέλω ἐμὸν τὸν αὐτῆς Id.''Ag.''1322.<br><span class="bld">2</span> [[complaint]], [[sad strain]], h.Pan.18; <b class="b3">Τοργόνων οὔλιον θ.</b> Pi.''P.''12.8; θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 398d, etc.: pl., [[lamentation]]s, θρήνων ᾠδάς S.''El.''88 (lyr.), etc.; title of poems by Pindar, Stob.4.39.6, etc. (Distd. fr. [[ἐπικήδειον]] by Trypho ap.Ammon. ''Diff.''p.54 V. (cf. Ptol.Asc.p.404H.), <b class="b3">ἐπικήδειον τὸ ἐπὶ τῷ κήδει, θ. δὲ ἐν ᾡδήποτε χρόνῳ</b>.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ (vgl. [[θρέομαι]]), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων [[οὔλιος]] θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = [[θρηνῳδός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ (vgl. [[θρέομαι]]), das Wehklagen, bes. die Todtenklage, Il. 24, 721, das Klagelied, H. h. 18, 18; Γοργόνων [[οὔλιος]] θρ. Pind. P. 13, 8, vgl. I. 7, 58. Oft Tragg., ἐπιτυμβίδιοι Aesch. Ch. 338, καὶ γόοι Eur. Med. 1208; auch in Prosa, καὶ ὀδυρμοί Plat. Rep. III, 398 d; καὶ τραγῳδίαι Phil. 50 a; πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρ. Rep. III, 388 d. Nach Poll. 6, 202 auch = [[θρηνῳδός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thrène :<br /><b>1</b> [[lamentation sur un mort]], [[chant funèbre]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chant de deuil, chant plaintif ; deuil.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θρῆνος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> (тж. θ. [[ἐπιτυμβίδιος]] Aesch.) [[погребальная песнь]], плач об умершем: θρήνων ἔξαρχοι Hom. запевалы похоронных песен, плакальщики;<br /><b class="num">2</b> (тж. θρήνων [[ᾠδή]] Soph.) [[жалоба]], [[жалобная песнь]], [[сетование]] (κόμμος θ. κοινὸς χοροῦ καὶ ἀπὸ σκηνῆς, ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.): [[ὄρνις]] θρῆνον ἐπιπροχέουσα HH птица, изливающаяся в жалобной песне, πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρῆνοι Plat. большие жалобы по малым поводам.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῆνος''': ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος [[θρηνῳδία]], [[θρῆνος]], [[ὀδυρμός]], ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον [[θέλω]] ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.
|lstext='''θρῆνος''': ὁ, (θρέομαι) ἐπικήδειος [[θρηνῳδία]], [[θρῆνος]], [[ὀδυρμός]], ὡς τὸ Λατ. naenia, Κελτ. (Gaelic) coronach, Ἰλ. Ω. 721, Ἡρόδ. 2. 79. 85, καὶ Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], δι’ ἐμέ, Αἰσχύλ. Πρ. 388· εἰπεῖν... θρῆνον [[θέλω]] ἐμὸν τὸν αὐτῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1322. 2) παράπονον, θρηνῶδες ᾆσμα, Ὁμ. Ὕμν. 18. 18, Πίνδ., κλ. καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· - ἐν τῷ πληθ., θρῆνοι, κλαυθμοί, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· θρήνων ᾠδὰς Σοφ. Ἠλ. 88. - Ὑπάρχουσιν ἀποσπάσματα θρήνων παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 95. 103.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thrène :<br /><b>1</b> lamentation sur un mort, chant funèbre;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chant de deuil, chant plaintif ; deuil.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dirge]] θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' [[Ἀθάνα]] (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον [[ἔχεαν]] (sc. Μοῖσαι) (I. 8.58)
|sltr=[[dirge]] θρασειᾶν λτ;Γοργόνωνγτ; οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ' [[Ἀθάνα]] (P. 12.8) ἐπᾰ θρῆνόν τε πολύφαμον [[ἔχεαν]] (''[[sc.]]'' Μοῖσαι) (I. 8.58)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=θρήνου, ὁ ([[θρέομαι]] to [[cry]] [[aloud]], to [[lament]]; cf. German Thräne (?), [[rather]] drönen; [[Curtius]], § 317)), a [[lamentation]]: (Sept; for קִינָה, [[also]] נְהִי; O. T. Apocrypha; [[Homer]], [[Pindar]], Tragg., [[Xenophon]], Ages. 10,3; [[Plato]], others.)  
|txtha=θρήνου, ὁ ([[θρέομαι]] to [[cry]] [[aloud]], to [[lament]]; cf. German Thräne (?), [[rather]] drönen; [[Curtius]], § 317)), a [[lamentation]]: (Sept; for קִינָה, [[also]] נְהִי; O. T. Apocrypha; [[Homer]], [[Pindar]], Tragg., [[Xenophon]], Ages. 10,3; [[Plato]], others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[έδαφος]], [[μήκος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (ΑΜ [[θρῆνος]])<br /><b>1.</b> [[κλάμα]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόγι]]<br /><b>2.</b> [[ποίημα]] θρηνητικό (α. «Επιτάφιος Θρήνος» — η [[ακολουθία]] του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, η οποία ψάλλεται τη Μεγάλη Παρασκευή<br />β. «Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως» — [[τίτλος]] ποιήματος που αναφέρεται στην [[άλωση]] της Κωνσταντινουπόλεως)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έγινε [[θρήνος]]» — έγινε [[μεγάλη]] [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θρήνος]], όπως και τα [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρύλος]], παρουσιάζουν σημασιολογική [[συνάφεια]] εκφράζοντας την [[έννοια]] της οιμωγής, της κραυγής, της ταραχής. Με τη λ. [[θρήνος]] συνδέθηκε η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρώναξ</i><br />[[κηφήν]] (Λάκωνες) και [[τενθρήνη]] «[[κηφήνας]]», [[καθώς]] [[επίσης]] και τα αρχ. ινδ. <i>dhranati</i> «[[αντηχώ]]», αρχ. σαξ. <i>dreno</i>, γερμ. <i>Drohne</i> «[[κηφήνας]]», <i>drohnen</i> «[[αντιλαλώ]]». Αρχαία συνών. της λ. [[είναι]] τα: [[οδυρμός]], [[ολοφυρμός]], [[οιμωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρηνώ]], [[θρηνώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θρηνολογώ]], [[θρηνῳδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρήνερως]], [[θρηνολάλος]], [[θρηνοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θρηνόφθογγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θρηνολόγος]], [[θρηνοτράγουδο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αξιόθρηνος]], [[δύσθρηνος]], [[ένθρηνος]], [[πολύθρηνος]], [[φιλόθρηνος]].<br /><b>(II)</b><br />[[θρῆνος]], τὸ (ΑΜ)<br />ο [[θρήνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρήνος]] (<i>ο</i>) με [[αλλαγή]] γένους η οποία μαρτυρείται ήδη από την [[αρχαιότητα]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. [[έδαφος]], [[μήκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρῆνος:''' ὁ ([[θρέομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> επικήδειο [[άσμα]], [[θρήνος]], [[οδυρμός]], Λατ. [[naenia]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], για μένα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παράπονο]], θλιμμένη [[μελωδία]], σε Πίνδ., κ.λπ.
|lsmtext='''θρῆνος:''' ὁ ([[θρέομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> επικήδειο [[άσμα]], [[θρήνος]], [[οδυρμός]], Λατ. [[naenia]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.· [[θρῆνος]] [[οὑμός]], για μένα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παράπονο]], θλιμμένη [[μελωδία]], σε Πίνδ., κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''θρῆνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> (тж. θ. [[ἐπιτυμβίδιος]] Aesch.) погребальная песнь, плач об умершем: θρήνων ἔξαρχοι Hom. запевалы похоронных песен, плакальщики;<br /><b class="num">2)</b> (тж. θρήνων [[ᾠδή]] Soph.) жалоба, жалобная песнь, сетование (κόμμος θ. κοινὸς χοροῦ καὶ ἀπὸ σκηνῆς, sc. ἐστιν Arst.): [[ὄρνις]] θρῆνον ἐπιπροχέουσα HH птица, изливающаяся в жалобной песне, πολλοὶ ἐπὶ σμικροῖς παθήμασι θρῆνοι Plat. большие жалобы по малым поводам.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dirge]], [[lament]], [[lamentation]] (IE, Ω 721; on the meaning Diehl RhM 89, 90 a. 112).<br />Compounds: Compp. e. g. <b class="b3">θρην-ῳδός</b> [[who sings a lament]] (Alciphr.) with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b> (E., Plu.), <b class="b3">ἔν-θρηνος</b> [[full of lament]] (Pap.).<br />Derivatives: [[θρηνώδης]] [[like a lament]] (Pl.), [[θρήνωμα]] = [[θρῆνος]] (pap. Ia; <b class="b3">-ωμα</b> only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb [[θρηνέω]], aor. [[θρηνῆσαι]], also with prefix, e. g. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, [[start a lament]], [[lament]], [[wail for]] (Ω 722) with several derivv.: [[θρήνημα]] [[lament]] (E.), <b class="b3">θρηνη-τής</b>, <b class="b3">-ητήρ</b> (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) [[lamentation]], also [[θρηνήτωρ]] (Man.); [[θρηνητικός]] (Arist.); <b class="b3">ἐπιθρήν-ησις</b> (Plu.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: To [[θρῆνος]] in the first place ablauting <b class="b3">θρώναξ κηφήν</b>. [[Λάκωνες]] H. and reduplicated [[τενθρήνη]] [[hornet]] (cf. also on [[ἀνθρηδών]]; see Kuiper <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. <b class="b2">dhráṇati</b> [[sounds]] (gramm.) and the Germanic word for [[Drohne]], e. g. OS [[dreno]], with which cf. also Goth. [[drunjus]] [[sound]], NGerm. [[drönen]] [[drōhnen]] a. o., Lat. [[drēnsō]], <b class="b2">-āre</b> the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. <b class="b2">dṙnč̣im</b> [[blow the horn]] (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. <b class="b2">trinkėti</b> ! [[drone]]; uncertain Toch. A <b class="b2">träṅk-</b> [[speak]]. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. [[drēnsō]], Mayrhofer s. <b class="b2">dhráṇati</b>. (Hardly to [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρῦλος]].) - We have prob. a Pre-Greek word.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θρῆνος]], ὁ, [[θρέομαι]]<br /><b class="num">1.</b> a [[funeral]]-[[song]], [[dirge]], [[lament]], Lat. [[naenia]], Il., Hdt., Trag.; [[θρῆνος]] [[οὑμός]] for me, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> a [[complaint]], sad [[strain]], Pind., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''θρῆνος''': {thrē̃nos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Klage]], [[Totenklage]], [[Klagelied]] (ion. att. seit Ω 721; über Bedeutung und Gebrauch Diehl RhM 89, 90 u. 112).<br />'''Composita''': Kompp. z. B. θρην-ῳδός [[der eine Totenklage singt]] (Alkiphr. u. a.) mit -έω, -ία u. a. (E., Plu.), [[ἔνθρηνος]] [[klagevoll]] (Pap.).<br />'''Derivative''': Davon [[θρηνώδης]] [[klageähnlich]] (Pl. usw.), [[θρήνωμα]] = [[θρῆνος]] (Pap. I<sup>a</sup>; -ωμα nur erweiternd, Chantraine Formation 186f.). Denominatives Verb [[θρηνέω]], Aor. θρηνῆσαι, auch mit Präfix, z. B. ἐπι-, κατα-, [[ein Klagelied anstimmen]], [[beklagen]], [[beweinen]] (seit Ω 722) mit mehreren Ablegern: [[θρήνημα]] [[Klage]] (E.), [[θρηνητής]], -ητήρ (A. u. a.; vgl. Benveniste Noms d'agent 42) [[Wehklagen]], auch [[θρηνήτωρ]] (Man.); [[θρηνητικός]] (Arist. u. a.); [[ἐπιθρήνησις]] (Plu.).<br />'''Etymology''': Zu [[θρῆνος]] gesellen sich in erster Linie das damit ablautende θρώναξ· [[κηφήν]]. Λάκωνες H. und das reduplizierte [[τενθρήνη]] [[Hornisse]] (vgl. noch zu [[ἀνθρηδών]]; anfechtbare Kombinationen bei Kuiper Μνήμης [[χάριν]] 1, 221f.). Auch in anderen Sprachen gibt es anklingende Schallwörter: aind. ''dhráṇati'' [[tönt]] (Gramm.) und das germanische Wort für ‘''Drohne''’, z. B. asächs. ''dreno'', wozu noch got. ''drunjus'' [[Schall]], nd. ''drönen'' ‘''drōhnen''’ u. a., lat. ''drēnsō'', -''āre'' Naturlaut der Schwäne (aus dem Gall.); in allen diesen Fällen ist aber eher onomatopoetische Elementarverwandtschaft als genetischer Zusammenhang anzunehmen. Lautlich damit nicht vereinbar ist jedenfalls arm. ''dṙnč̣im'' [[Horn blasen]] (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.); vgl. mit anderem Anlaut lit. ''trinké̇ti'' [[dröhnen]]; lautlich mehrdeutig toch. A ''träṅk''- [[sprechen]]. — WP. 1, 860f., Pok. 255f., W.-Hofmann s. ''drēnsō'', Mayrhofer s. ''dhráṇati''. Vgl. [[θρέομαι]], [[θόρυβος]], [[θρῦλος]].<br />'''Page''' 1,681-682
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qrÁnoj 特雷挪士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':喧囂 相當於: ([[יָלַל]]&#x200E;)  ([[קִינָה]]&#x200E;)  ([[תָּנָה]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':哭號,號咷,悲悼,輓歌,舉哀;源自([[θροέω]])=喧鬧);而 ([[θροέω]])出自([[θρέμμα]])X*=哭泣)。註:和合本以 ([[κλαυθμός]])代替 ([[θρῆνος]])<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 號咷(1) 太2:18
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[dirge]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ [[θρέομαι]] (=[[ξεφωνίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> θρηνῶ, [[θρήνημα]], [[θρηνητέος]], [[θρηνητήρ]], [[θρηνητής]], [[θρηνήτωρ]], [[θρηνητήριος]], [[θρηνητικός]], [[θρηνήτρια]], θρηνητός, [[ἀθρήνητος]], [[θρηνώδης]].
}}
}}
{{etym
{{trml
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[dirge]], [[lament]], [[lamentation]] (IE, Ω 721; on the meaning Diehl RhM 89, 90 a. 112).<br />Compounds: Compp. e. g. <b class="b3">θρην-ῳδός</b> <b class="b2">who sings a lament</b> (Alciphr.) with <b class="b3">-έω</b>, <b class="b3">-ία</b> (E., Plu.), <b class="b3">ἔν-θρηνος</b> <b class="b2">full of lament</b> (Pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">θρηνώδης</b> <b class="b2">like a lament</b> (Pl.), <b class="b3">θρήνωμα</b> = <b class="b3">θρῆνος</b> (pap. Ia; <b class="b3">-ωμα</b> only enlarging, Chantraine Formation 186f.). Denomin. verb <b class="b3">θρηνέω</b>, aor. <b class="b3">θρηνῆσαι</b>, also with prefix, e. g. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b2">start a lament, lament, wail for</b> (Ω 722) with several derivv.: <b class="b3">θρήνημα</b> [[lament]] (E.), <b class="b3">θρηνη-τής</b>, <b class="b3">-ητήρ</b> (A.; cf. Benveniste Noms d'agent 42) [[lamentation]], also <b class="b3">θρηνήτωρ</b> (Man.); <b class="b3">θρηνητικός</b> (Arist.); <b class="b3">ἐπιθρήν-ησις</b> (Plu.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: To <b class="b3">θρῆνος</b> in the first place ablauting <b class="b3">θρώναξ κηφήν</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b> H. and reduplicated <b class="b3">τενθρήνη</b> [[hornet]] (cf. also on <b class="b3">ἀνθρηδών</b>; see Kuiper <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 1, 221f.). Also in other languages we find comparablewords denoting sounds: Skt. <b class="b2">dhráṇati</b> [[sounds]] (gramm.) and the Germanic word for [[Drohne]], e. g. OS [[dreno]], with which cf. also Goth. [[drunjus]] [[sound]], NGerm. [[drönen]] [[drōhnen]] a. o., Lat. [[drēnsō]], <b class="b2">-āre</b> the sound of swans (from Gaulic); in all these cases we have to assume an onomatopoetic elementary relation rather than a genetic connection. (Not here Arm. <b class="b2">dṙnč̣im</b> <b class="b2">blow the horn</b> (Mladenov Mélanges Pedersen 95ff.). Cf. with different anlaut Lith. <b class="b2">trinkėti</b> ! [[drone]]; uncertain Toch. A <b class="b2">träṅk-</b> [[speak]]. - Pok. 255f., W.-Hofmann s. [[drēnsō]], Mayrhofer s. <b class="b2">dhráṇati</b>. (Hardly to <b class="b3">θρέομαι</b>, <b class="b3">θόρυβος</b>, <b class="b3">θρῦλος</b>.) - We have prob. a Pre-Greek word.
|trtx====[[lamentation]]===
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Greek: [[θρήνος]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλαυσις]], [[ἀπολόφυρσις]], [[βρυχηθμός]], [[γόος]], [[ἐπιθρήνησις]], [[θρῆνος]], [[θρηνῳδία]], [[κωκυτός]], [[οἴκτισμα]], [[οἰκτισμός]], [[οἰμωγά]], [[οἰμωγή]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλοφυδνός]], [[ὀλοφυρμός]], [[ὀλόφυρσις]], [[πένθημα]], [[ποτνιασμός]], [[στόνος]], [[σχετλιάσις]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe
}}
}}