3,273,826
edits
(1b) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[εὐαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από το [[άγος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγνός]], [[καθαρός]], [[άψογος]], [[ανεπίληπτος]], [[ευσεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλισσες) [[αγνός]], [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[άμεμπτος]], [[δίκαιος]]<br /><b>3.</b> (για προσφορές ή υπηρεσίες) [[αμόλυντος]], [[άμωμος]], [[αγνός]] («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγώς</i> (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)<br />με αγνό, άμεμπτο τρόπο, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[άγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]], <i>εν</i>-[[αγής]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[εὐαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] απαλλαγμένος από το [[άγος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[αγνός]], [[καθαρός]], [[άψογος]], [[ανεπίληπτος]], [[ευσεβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλισσες) [[αγνός]], [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις) [[άμεμπτος]], [[δίκαιος]]<br /><b>3.</b> (για προσφορές ή υπηρεσίες) [[αμόλυντος]], [[άμωμος]], [[αγνός]] («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγώς</i> (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)<br />με αγνό, άμεμπτο τρόπο, [[ευσεβώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[άγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]], <i>εν</i>-[[αγής]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εὐαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[λαμπρή]] [[κατάσταση]], [[καθαρός]], [[υγιής]], [[ισχυρός]], [[έντονος]]<br /><b>3.</b> [[άγρυπνος]], [[προσεκτικός]] («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] [[ορατός]] από [[μακριά]], [[περιφανής]], [[κάτοπτος]] («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική [[θέση]] που ήταν ορατή από [[μακριά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευαυγής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αυγή]]), με [[ανομοίωση]] του δεύτερου -<i>υ</i>- και <i>ᾱ</i> από τη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο [[άπαξ]] λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. <i>αγέα</i>, ο [[οποίος]] αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική [[παρέκταση]] του τ. [[ευαγής]], δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. [[ευάγητος]] «[[λαμπρός]]», το οποίο, από άλλους, συνδέεται [[προς]] το [[ηγούμαι]] ή και [[προς]] το <i>άγω</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |