Anonymous

ζῆλος: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζῆλος]], ὁ και [[ζῆλος]], το, Α και ζᾱλος, ὁ)<br /><b>1.</b> ψυχική [[ζέση]], [[προθυμία]] για την [[εκτέλεση]] έργου ή [[αφοσίωση]] σε κάποια [[αποστολή]] (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ [[ζῆλος]] τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[έντονος]] [[πόθος]] («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, [[ζῆλος]] ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]] («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου, [[θαυμασμός]] («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> δικαιολογημένη [[αντίθεση]] και [[αγανάκτηση]] («[[ζῆλος]] κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] τών ευγενικών επιδιώξεων<br /><b>2.</b> η σταθερή [[επιδίωξη]] ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμή]], [[σφοδρότητα]] («πυρὸς [[ζῆλος]] ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ζῆλος]] τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό [[καθεστώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα [[ζητρός]], [[ζητέω]]-<i>ώ</i>, [[ζημία]], [[δίζημαι]], [[αλλά]] [[χωρίς]] σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζηλεύω]] <b>αρχ.</b> [[ζαλέω]], [[ζηλαίος]], [[ζηλέω]]<br />[[ζηλοσύνη]], [[ζηλόω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) [[ζηλότυπος]], <b>αρχ.</b> [[ζηλοδοτήρ]], [[ζηλομανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζηλοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζηλόφθονος]]. (Β' συνθετικό) [[άζηλος]], [[αντίζηλος]], [[επίζηλος]], [[κακόζηλος]], [[πολύζηλος]], [[χαμαίζηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγάζηλος</i>, <i>ανομόζηλος</i>, [[αρίζηλος]], [[βαρύζηλος]], [[δύσζηλος]], [[ετερόζηλος]], [[εύζηλος]], [[μεγαλόζηλος]], [[ομόζηλος]], [[παναρίζηλος]], <i>φιλόζηλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίζηλος]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ζῆλος]], ὁ και [[ζῆλος]], το, Α και ζᾱλος, ὁ)<br /><b>1.</b> ψυχική [[ζέση]], [[προθυμία]] για την [[εκτέλεση]] έργου ή [[αφοσίωση]] σε κάποια [[αποστολή]] (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ [[ζῆλος]] τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> σφοδρή [[επιθυμία]], [[έντονος]] [[πόθος]] («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, [[ζῆλος]] ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φθόνος]], [[ζηλοτυπία]] («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[προθυμία]] για [[μίμηση]] κάποιου, [[θαυμασμός]] («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> δικαιολογημένη [[αντίθεση]] και [[αγανάκτηση]] («[[ζῆλος]] κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αντικείμενο]] τών ευγενικών επιδιώξεων<br /><b>2.</b> η σταθερή [[επιδίωξη]] ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ορμή]], [[σφοδρότητα]] («πυρὸς [[ζῆλος]] ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ζῆλος]] τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό [[καθεστώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα [[ζητρός]], [[ζητέω]]-<i>ώ</i>, [[ζημία]], [[δίζημαι]], [[αλλά]] [[χωρίς]] σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ζηλεύω]] <b>αρχ.</b> [[ζαλέω]], [[ζηλαίος]], [[ζηλέω]]<br />[[ζηλοσύνη]], [[ζηλόω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Α' συνθετικό) [[ζηλότυπος]], <b>αρχ.</b> [[ζηλοδοτήρ]], [[ζηλομανής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζηλοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζηλόφθονος]]. (Β' συνθετικό) [[άζηλος]], [[αντίζηλος]], [[επίζηλος]], [[κακόζηλος]], [[πολύζηλος]], [[χαμαίζηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αγάζηλος</i>, <i>ανομόζηλος</i>, [[αρίζηλος]], [[βαρύζηλος]], [[δύσζηλος]], [[ετερόζηλος]], [[εύζηλος]], [[μεγαλόζηλος]], [[ομόζηλος]], [[παναρίζηλος]], <i>φιλόζηλος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περίζηλος]].<br /><b>(II)</b><br />ο<br />υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
}}
}}
{{lsm
{{lsm