Anonymous

μάλη: Difference between revisions

From LSJ
18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(2)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[μάλη]])<br />[[μασχάλη]] (α. «υπό μάλης» — [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]<br />β. «ἐπὶ μάλης», Στουδ. Θεοδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ὑπὸ μάλης» και «ὑπὸ μάλην» — [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λαθραία]]<br />β) «ὑπὸ μάλης [[λαμβάνω]]» ή «ὑπὸ μάλης [[κρύπτω]]» — έχω [[κάτι]] κρυφό, [[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη και [[έκφραση]] της καθομιλουμένης, η οποία συνδέεται [[προφανώς]] με τη [[λέξη]] [[μασχάλη]]. Η [[σύνδεση]] της λέξης με το μυκηναϊκό <i>marapi</i> θεωρείται απίθανη].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[μάλις]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[μάλη]])<br />[[μασχάλη]] (α. «υπό μάλης» — [[κάτω]] από τη [[μασχάλη]]<br />β. «ἐπὶ μάλης», Στουδ. Θεοδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ὑπὸ μάλης» και «ὑπὸ μάλην» — [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λαθραία]]<br />β) «ὑπὸ μάλης [[λαμβάνω]]» ή «ὑπὸ μάλης [[κρύπτω]]» — έχω [[κάτι]] κρυφό, [[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη και [[έκφραση]] της καθομιλουμένης, η οποία συνδέεται [[προφανώς]] με τη [[λέξη]] [[μασχάλη]]. Η [[σύνδεση]] της λέξης με το μυκηναϊκό <i>marapi</i> θεωρείται απίθανη].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βλ.</b> [[μάλις]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm