3,274,816
edits
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄγροικος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή διαμένει στους αγρούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ζει στην [[εξοχή]], [[χωρικός]], [[αγρότης]], στον ίδ.· [[έπειτα]] αντίθ. προς το [[ἀστεῖος]], [[άξεστος]], [[τραχύς]], [[αγενής]], στον ίδ.· ο [[χαρακτήρας]] του <i>ἀγροίκου</i> περιγράφεται από το Θεόφρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[ἀγροίκως]], σε Αριστοφ.· συγκρ. <i>ἀγροικοτέρως</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· [[αλλά]]· <i>ἀγροικότερον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη γη και το [[έδαφος]], [[ακαλλιέργητος]], [[άγονος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἄγροικος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή διαμένει στους αγρούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ζει στην [[εξοχή]], [[χωρικός]], [[αγρότης]], στον ίδ.· [[έπειτα]] αντίθ. προς το [[ἀστεῖος]], [[άξεστος]], [[τραχύς]], [[αγενής]], στον ίδ.· ο [[χαρακτήρας]] του <i>ἀγροίκου</i> περιγράφεται από το Θεόφρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[ἀγροίκως]], σε Αριστοφ.· συγκρ. <i>ἀγροικοτέρως</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· [[αλλά]]· <i>ἀγροικότερον</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τη γη και το [[έδαφος]], [[ακαλλιέργητος]], [[άγονος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> of or in the [[country]], Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> of men, [[dwelling]] in the [[country]], a [[countryman]], [[rustic]], Ar.; then, opp. to [[ἀστεῖος]], [[clownish]], [[boorish]], [[rude]], Ar.; the [[character]] of the [[ἄγροικος]] is described by Theophr.<br /><b class="num">II.</b> adv. -κως, Ar.; comp. -οτέρως, Plat., Xen.; but -ότερον, Plat.<br /><b class="num">2.</b> of [[land]], [[rough]], [[uncultivated]], Thuc. | |||
}} | }} |