3,277,180
edits
(3b) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οὐδός]], δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. [[ὀδός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φυσιολ.-ψυχολ.) α) η ελάχιστη [[τιμή]] της ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία [[διέγερση]] ή ένα [[αίσθημα]] («[[ουδός]] του πόνου»)<br />β) η μικρότερη [[μεταβολή]] την οποία μπορεί να ανιχνεύσει [[ένας]] [[οργανισμός]] («[[ουδός]] ανιχνεύσεως ενός φωτός»)2. <b>ιατρ.</b> [[ποσότητα]] μιας ουσίας που απαιτείται [[κατά]] ελάχιστο όριο για να απεκκριθεί από τον οργανισμό («[[ουδός]] απέκκρισης σακχάρου στα [[ούρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ουδός]], συνειδήσεως»<br />(στην πειραματική ψυχολ.) το όριο στο οποίο βρίσκονται οι συνειδητές παραστάσεις σε δεδομένη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κατώφλι]], [[ιδίως]] το [[κατώφλι]] ναού ή οικίας («[[δρύϊνος]] [[οὐδός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κατώφλι]] της εισόδου και γενικά η [[είσοδος]] από την οποία εισέρχεται [[κανείς]] σε κλειστό χώρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γήραος [[οὐδός]]» — η [[έναρξη]] του γήρατος ή, πιθ., η [[μετάβαση]] από το [[γήρας]] στον θάνατο<br />β) «οὐδὸς βιότου» — το [[τέλος]] της ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη τών παρλλ. διαλεκτικών τ. ιων. [[οὐδός]], αττ. [[ὀδός]], δωρ. <i>ὠδός</i> μπορεί να ερμηνευθεί από έναν αρχικό τ. <i>ὀδFoς</i>. Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με το [[οὖδας]] (του οποίου η [[δίφθογγος]] δεν [[είναι]] [[διαλεκτική]], [[αλλά]] ανήκει στο θ. της λ.) όσο και με τις λ. [[ὁδός]] και [[ἔδαφος]] δεν θεωρούνται πιθανές]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οὐδός]], δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. [[ὀδός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φυσιολ.-ψυχολ.) α) η ελάχιστη [[τιμή]] της ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία [[διέγερση]] ή ένα [[αίσθημα]] («[[ουδός]] του πόνου»)<br />β) η μικρότερη [[μεταβολή]] την οποία μπορεί να ανιχνεύσει [[ένας]] [[οργανισμός]] («[[ουδός]] ανιχνεύσεως ενός φωτός»)2. <b>ιατρ.</b> [[ποσότητα]] μιας ουσίας που απαιτείται [[κατά]] ελάχιστο όριο για να απεκκριθεί από τον οργανισμό («[[ουδός]] απέκκρισης σακχάρου στα [[ούρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ουδός]], συνειδήσεως»<br />(στην πειραματική ψυχολ.) το όριο στο οποίο βρίσκονται οι συνειδητές παραστάσεις σε δεδομένη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κατώφλι]], [[ιδίως]] το [[κατώφλι]] ναού ή οικίας («[[δρύϊνος]] [[οὐδός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κατώφλι]] της εισόδου και γενικά η [[είσοδος]] από την οποία εισέρχεται [[κανείς]] σε κλειστό χώρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «γήραος [[οὐδός]]» — η [[έναρξη]] του γήρατος ή, πιθ., η [[μετάβαση]] από το [[γήρας]] στον θάνατο<br />β) «οὐδὸς βιότου» — το [[τέλος]] της ζωής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη τών παρλλ. διαλεκτικών τ. ιων. [[οὐδός]], αττ. [[ὀδός]], δωρ. <i>ὠδός</i> μπορεί να ερμηνευθεί από έναν αρχικό τ. <i>ὀδFoς</i>. Η [[σύνδεση]] της λ. τόσο με το [[οὖδας]] (του οποίου η [[δίφθογγος]] δεν [[είναι]] [[διαλεκτική]], [[αλλά]] ανήκει στο θ. της λ.) όσο και με τις λ. [[ὁδός]] και [[ἔδαφος]] δεν θεωρούνται πιθανές].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὐδός]], ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ὁδός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |