οὐδός
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
(A), Dor. ὠδός Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene), Hsch.; Trag. and Att. ὀδός S.OC57, 1590, IG22.1668.33, 7.412.7 (Orop.), Lycurg. 40, Hyp.Dem.Fr.6, Men.671, BCH35.286 (Delos); also at Samos, Michel832.30, and Epidaurus, IG42(1).102.232 and 249, also (later) at Branchidae, CIG2885d9: gen. pl. ὀδέων IG42(1).109 ii 105, 150 (Epid., iii B. C.): ὁ:—
A threshold, esp. threshold of a house, in Hom. χάλκεος οὐδός (as in Hes.Th.811), Od.7.83,89; also λάϊνος Il.9.404, Od. 8.80, Parm.1.12; μέλινος Od.17.339; δρύϊνος 21.43; μέγας Hes.Th. 749.
2 generally, threshold, entrance to any place, ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου Od.1.104; to the nether world, Il.8.15; χαλκόπους ὀδός S.OC57, cf. 1590: in plural, perhaps lintel, Theoc.23.50 (dub. l., ὀόδων cod.).
3 metaph., ἐπὶ γήραος οὐδῷ on the threshold which is old age, i.e. perhaps, on the threshold that leads from life to death (so οὐδὸς βιότου the end of life, Q.S.10.426), Il.22.60, Od.15.348, Hes.Op.331, Hdt.3.14, cf. Pl.R.328e; ἐπὶ γήρως ὀδῷ Lycurg., Hyp., and Men. ll. cc.; μέχρι γήραος οὐδοῦ Ps.-Phoc.230; γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Od.23.212, cf. 15.246.—Poet. word, used by Arist.Metaph.1042b19, Plu. TG17, and Luc.Dom.18, al., in the form οὐδός, which is Ion., cf. Hp.Art.78, GDI5601a (Ephesus), IG11(2).158 A 69 (Delos, iii B. C.), and is used later as gloss on βηλός, AB224 (so ὀδός in 225 and Hsch. s.v. ὀρρόβηλος). (The forms οὐδός ὠδός ὀδός point to Οδϝός.)
(B), ἡ,
A = ὁδός, way, only in Od.17.196.
German (Pape)
[Seite 411] ἡ, ion. = ὁδός; bei Hom. nur einmal, Od. 17, 196; öfter bei Her., 2, 7. 3, 126, der aber auch die gewöhnliche Form häufiger hat. ὁ, ion. = ὀδός (verwandt mit ὁδός u. οὖδας), die Schwelle, bes. die untere Thürschwelle des Hauses, wie Odysseus sagt οὐδὸς δ' ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, Od. 18, 17, diese Schwelle wird Platz für uns Beide haben, vgl. ἐπ' οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο, 4, 718; ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, 7, 87; auch οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου, die Schwelle des Eingangs in den Hof, 1, 104; sie ist von Stein, Il. 9, 404, wie in delphischen Tempel, Od. 8, 80, öfter; auch von Erz, im Palaste des Phäakenkönigs, 7, 89, wie die Schwelle der Unterwelt, Il. 8, 15, u. so immer bei Hes. – Hom. braucht es auch übtr., ἐπὶ γήραος οὐδῷ, auf der Schwelle des Greisenalters, Il. 22, 60. 24, 487 Od. 15, 348, Hes. O. 333, entweder gen. definitiv., so daß also das γῆρας eben selbst der οὐδός ist, das Alterdie Schwelle des Lebens; d. i. das letzte Stück des Lebens, das Ende des Lebens; oder vom Anfange des hohen Alters, wofür οὐδ' ἵκετο γήραος οὐδόν Od. 15, 246 spricht, er gelangte nicht zu hohem Alter, vgl. 23, 212, H. h. Ven. 106; oder vom höchsten Greisenalter, auf der Schwelle, die dieses vom Tode scheidet, wofür Il. 24, 487 sprechen könnte, wenn nicht sonst οὐδός τινος die Schwelle hieße, über die man in Etwas hineingeht. Aber spätere Dichter, wie Qu. Sm. 10, 426, sagen so οὐδὸς βιότου, die Schwelle des Lebens, über die hinaus man in den Tod schreitet, also = τέλος βίου. Auch Her. 3, 14 hat die Vrbdg ἐπὶ γήραος οὐδῷ, wie Plat. sagt ὃ δὴ ἐπὶ γήραος οὐδῷ φασὶν εἶναι οἱ ποιηταί, Rep. I, 328 e, von sehr hohem Alter. Einzeln in sp. Prosa, ἔξω τοῦ οὐδοῦ Luc. merc. cond. 4, Hermot. 77.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
1 seuil d'une porte;
2 seuil ; entrée en gén. fig. : ἐπὶ γήραος οὐδῷ IL, OD sur le seuil ou au terme de la vieillesse, càd à la limite qui sépare la vieillesse de la mort, càd à l'extrême vieillesse : γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι OD être parvenu au terme de la vieillesse.
Étymologie: R. Ἑδ, aller ; cf. ὁδός, οὖδας.
2ion. et épq. c. ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
οὐδός:
I атт. ὀδός ὁ
1 порог (χάλκεος, λάϊνος, δρύϊνος Hom.; ὑπερβαίνειν τὸν οὐδόν Plut.): ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ Hom. от порога в глубину дома; ἐπὶ προθύροις, οὐδοῦ ἐπ᾽ αὐλείου Hom. в преддверии, на пороге двора;
2 перен. порог, предел (начальный или конечный): ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Hom. насладиться юностью и достичь порога старости, но ἐπὶ γήραος οὐδῷ Hom., Hes. на пороге, которым является старость, т. е. на краю могилы (см. тж. γῆρας 1).
II ἡ эп. = ὁδός.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδός: Ἀττ. ὀδὸς (Σοφ. Ο. Κ. 57, 1590, Λυκοῦργ. 153. 5, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 125), ὁ· ― τὸ κατώφλιον, μάλιστα τὸ κατώφλιον οἰκίας, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χάλκεος οὐδὸς (ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 811), ἴδε Ὀδ. Η. 83, 89· ὡσαύτως, λάῑνος οὐδὸς Ἰλ. Ι. 404, Ὀδ. Θ. 80.· μέλινος αὐτόθι Ρ. 339· δρύῑνος Φ. 43· μέγας Ἡσ. Θ. 749. 2) τὸ κατώφλιον ἢ ἡ εἴσοδος εἰς οἱονδήποτε τόπον, ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ’ αὐλείου Ὀδ. Α. 104· ἡ εἰς τὸν κάτω κόσμον ἄγουσα, Ἰλ. Θ. 15, πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. ἴσως ἀνώφλιον, Wüstem. εἰς Θεόκρ. 23. 50. 3) μεταφορ., ἐπὶ γήραος οὐδῷ ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τοῦ γήρατος ἤτοι ἐπὶ τοῦ σημείου καθ’ ὃ ἄρχεται τὸ γῆρας, ἢ μᾶλλον ἐπὶ τοῦ κατωφλίου τῆς ἐκ τοῦ γήρατος μεταβάσεως εἰς τὸν θάνατον (οὕτως, οὐδὸς βιότου, τὸ τέλος τῆς ζωῆς, Κόϊντ. Σμ. 10. 426), Ἰλ. Χ. 60, Ὀδ. Ο. 348, Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 329, ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 3. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 328 Ε· ἐπὶ γήρως ὁδῷ Λυκοῦργ. καὶ Μένανδρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέχρι γήραος οὐδοῦ Ψευδο-Φωκυλ. 217, οὕτω γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι Ὀδ. Ο. 246., Ψ. 212. ― Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλουτ. Κ. Λουκ. ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ. (Ἴδε ὁδός, ἐν τέλ.).
English (Autenrieth)
(1): threshold; fig., γήραος, ‘threshold of old age,’ a poetic periphrasis for old age itself (of course not meaning the ‘beginning’ of old age), Od. 15.246, 348.
(2): see ὁδός.
way, path, road, journey, Od. 17.196; even by sea, Od. 2.273; πρὸ ὁδοῦ γενέσθαι, ‘progress on one's way,’ Il. 4.382.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός)
νεοελλ.
1. (φυσιολ.-ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή της ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός του πόνου»)
β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να ανιχνεύσει ένας οργανισμός («ουδός ανιχνεύσεως ενός φωτός»)2. ιατρ. ποσότητα μιας ουσίας που απαιτείται κατά ελάχιστο όριο για να απεκκριθεί από τον οργανισμό («ουδός απέκκρισης σακχάρου στα ούρα»)
3. φρ. «ουδός, συνειδήσεως»
(στην πειραματική ψυχολ.) το όριο στο οποίο βρίσκονται οι συνειδητές παραστάσεις σε δεδομένη στιγμή
αρχ.
1. το κατώφλι, ιδίως το κατώφλι ναού ή οικίας («δρύϊνος οὐδός», Ομ. Οδ.)
2. το κατώφλι της εισόδου και γενικά η είσοδος από την οποία εισέρχεται κανείς σε κλειστό χώρο
3. φρ. α) «γήραος οὐδός» — η έναρξη του γήρατος ή, πιθ., η μετάβαση από το γήρας στον θάνατο
β) «οὐδὸς βιότου» — το τέλος της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη τών παρλλ. διαλεκτικών τ. ιων. οὐδός, αττ. ὀδός, δωρ. ὠδός μπορεί να ερμηνευθεί από έναν αρχικό τ. ὀδFoς. Η σύνδεση της λ. τόσο με το οὖδας (του οποίου η δίφθογγος δεν είναι διαλεκτική, αλλά ανήκει στο θ. της λ.) όσο και με τις λ. ὁδός και ἔδαφος δεν θεωρούνται πιθανές].
(II)
οὐδός, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. ὁδός.
Greek Monotonic
οὐδός: ἡ, Ιων. αντί ὁδός, δρόμος, σε Ομήρ. Οδ.
• οὐδός: Αττ. ὁδός, ὁ,
1. κατώφλι, σε Όμηρ., Ησίοδ.· κατώφλι ή είσοδος σε οποιονδήποτε τόπο, σε Όμηρ., Σοφ.
2. μεταφ., ἐπὶ γήραος οὐδῷ, στο κατώφλι, δηλ. χείλος, όριο, των γηρατειών, σε Όμηρ.
Middle Liddell
οὐδός, [ionic for ὁδός
a way, Od.
1 !οὐδός, Att. ὀδός, οῦ, ὁ,
1. a threshold, Hom., Hes.:— the threshold or entrance to any place, Hom., Soph.
2. metaph., ἐπὶ γήραος οὐδῷ on the threshold, i. e. the verge, of old age, Hom.
Frisk Etymology German
οὐδός: (ep. ion. seit Il.),
{oudós}
Forms: ὀδός (att.), ὠδός (Kyrene, H.)
Meaning: Schwelle (vorw. poet.).
Etymology: Unerklärt. Eine vermutliche Grundform *ὀδϝός (Schwyzer 301; vgl. Schulze Q. 113 m. A. 9 u. Add., Chantraine Gramm. hom. 1, 162) ermöglicht Anknüpfung an οὖδας, wenn man dies als eine verallgemeinerte ion. Form (att. *ὄδας) betrachten darf (J.Schmidt Pluralbild. 341; dagegen Schulze Q. 114 A. 1). Bei weiterer Einbeziehung von arm. getin, heth. utne (s. οὖδας) ist man genötigt, für οὖδας und οὐδός von ὀϝοδ- (mit Vokalprothese) auszugehen, woneben ὀδός aus *ϝοδός (WP. 1, 254; Belardi Doxa 3, 217, wo *ὀϝεδας angesetzt wird); wenig verlockend. Abzulehnende Vermutungen (ὁδός, ἔδαφος) von Brugmann IF 13, 85 u.a.; dagegen Solmsen KZ 32, 286.
Page 2,442