Anonymous

ταχυεργός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχυεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]].
|lsmtext='''τᾰχυεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰχυ-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] [[quickly]].
}}
}}