Anonymous

νάρδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νάρδος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]] της τάξης ποώδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αιθέριο [[έλαιο]] του φυτού [[ναρδόσταχυς]] ο [[μεγανθής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νάρδος]] κελτική» — το αρωματικό και φαρμακευτικό [[φυτό]] βαλεριανή η κελτική<br />β) «[[νάρδος]] ὀρεινή» ή «[[νάρδος]] ὀρεία» — το [[φυτό]] βαλεριανή η [[φαρμακευτική]] ή βαλεριανή του Διοσκορίδη<br />γ) «[[νάρδος]] συριακή» — το [[φυτό]] [[κυμβοπώγων]] ο [[νάρδος]]<br />δ) «νάρδου [[ῥίζα]]» — το [[φυτό]] [[κυμβοπώγων]] ο σχοινανθής<br />ε) «[[νάρδος]] ἡ [[ἀγρία]]»<br />i) το πολυετές [[φυτό]] [[άσαρον]]<br />ii) το [[φυτό]] φου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>nerd</i><i>ә</i>, αραμ. <i>nirda</i>). Ενδεχομένως και οι σημιτικές λ. να [[είναι]], με τη [[σειρά]] τους, δάνεια ινδικής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nalada</i> «[[νάρδος]]»), από όπου κατάγεται το [[φυτό]]. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nardus</i>, <i>nardum</i>). Αβέβαιη η [[συγγένεια]] με το [[νάρτη]], που [[είναι]] κι αυτό όνομα αρωματικού φυτού].———————— ο (Μ [[νάρδος]])<br />η [[νάρδος]] και το αιθέριο [[έλαιο]] που παράγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουσ. [[νάρδος]] (<i>η</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=η (Α [[νάρδος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[αγρωστώδη]] της τάξης ποώδη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το αιθέριο [[έλαιο]] του φυτού [[ναρδόσταχυς]] ο [[μεγανθής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νάρδος]] κελτική» — το αρωματικό και φαρμακευτικό [[φυτό]] βαλεριανή η κελτική<br />β) «[[νάρδος]] ὀρεινή» ή «[[νάρδος]] ὀρεία» — το [[φυτό]] βαλεριανή η [[φαρμακευτική]] ή βαλεριανή του Διοσκορίδη<br />γ) «[[νάρδος]] συριακή» — το [[φυτό]] [[κυμβοπώγων]] ο [[νάρδος]]<br />δ) «νάρδου [[ῥίζα]]» — το [[φυτό]] [[κυμβοπώγων]] ο σχοινανθής<br />ε) «[[νάρδος]] ἡ [[ἀγρία]]»<br />i) το πολυετές [[φυτό]] [[άσαρον]]<br />ii) το [[φυτό]] φου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>nerd</i><i>ә</i>, αραμ. <i>nirda</i>). Ενδεχομένως και οι σημιτικές λ. να [[είναι]], με τη [[σειρά]] τους, δάνεια ινδικής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>nalada</i> «[[νάρδος]]»), από όπου κατάγεται το [[φυτό]]. Η Λατινική δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>nardus</i>, <i>nardum</i>). Αβέβαιη η [[συγγένεια]] με το [[νάρτη]], που [[είναι]] κι αυτό όνομα αρωματικού φυτού].<br /> ο (Μ [[νάρδος]])<br />η [[νάρδος]] και το αιθέριο [[έλαιο]] που παράγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ουσ. [[νάρδος]] (<i>η</i>) με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm