στύπος: Difference between revisions

m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(2b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]] [[κορμός]] δέντρου, που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] με στύλο ο [[οποίος]] έχει στην [[κορυφή]] του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο [[κορμός]] του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[βραχίονας]] στερεωμένος [[κάθετα]] ως [[προς]] το επίπεδο που ορίζουν ο [[κορμός]] και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας [[έτσι]] τη [[δυνατότητα]] στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης [[λαμιναριώδη]] το οποίο συνδέει το φυλλοειδές [[τμήμα]], το [[έλασμα]], με το ριζοειδές<br /><b>4.</b> <b>(μυκητ.)</b> το [[στέλεχος]] του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλεχος]], [[κορμός]] ή [[κούτσουρο]] («στιβαρὸν [[στύπος]] ἀμπέλου», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στύλος]] [[ξύλινος]]<br /><b>3.</b> [[κοίλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[εκφραστικός]] τ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>-, η οποία έχει [[διπλή]] σημ. «[[κορμός]], [[κούτσουρο]]» και «[[χτυπώ]], [[κοπανίζω]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[στυπάζει]]<br /><i>βροντᾷ</i>, <i>ψοφεῖ</i>, <i>ὠθεί</i> και [[στυφᾶν]]<br /><i>βροντᾶν</i>). Η λ. [[στύπος]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>st</i><i>ū</i><i>fr</i> «[[κούτσουρο]]», μέσ. γερμ. <i>st</i><i>ū</i><i>ve</i> «[[κούτσουρο]], [[κορμός]]», ενώ, [[τέλος]], και το ρ. [[τύπτω]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>στυπ</i>(<i>π</i>)<i>είο</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]] [[κορμός]] δέντρου, που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] με στύλο ο [[οποίος]] έχει στην [[κορυφή]] του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο [[κορμός]] του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[βραχίονας]] στερεωμένος [[κάθετα]] ως [[προς]] το επίπεδο που ορίζουν ο [[κορμός]] και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας [[έτσι]] τη [[δυνατότητα]] στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης [[λαμιναριώδη]] το οποίο συνδέει το φυλλοειδές [[τμήμα]], το [[έλασμα]], με το ριζοειδές<br /><b>4.</b> <b>(μυκητ.)</b> το [[στέλεχος]] του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλεχος]], [[κορμός]] ή [[κούτσουρο]] («στιβαρὸν [[στύπος]] ἀμπέλου», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στύλος]] [[ξύλινος]]<br /><b>3.</b> [[κοίλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[εκφραστικός]] τ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>-, η οποία έχει [[διπλή]] σημ. «[[κορμός]], [[κούτσουρο]]» και «[[χτυπώ]], [[κοπανίζω]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[στυπάζει]]<br /><i>βροντᾷ</i>, <i>ψοφεῖ</i>, <i>ὠθεί</i> και [[στυφᾶν]]<br /><i>βροντᾶν</i>). Η λ. [[στύπος]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>st</i><i>ū</i><i>fr</i> «[[κούτσουρο]]», μέσ. γερμ. <i>st</i><i>ū</i><i>ve</i> «[[κούτσουρο]], [[κορμός]]», ενώ, [[τέλος]], και το ρ. [[τύπτω]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>στυπ</i>(<i>π</i>)<i>είο</i>.
}}
}}
{{elru
{{elru