Anonymous

σαίρω: Difference between revisions

From LSJ
18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(2b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(μόνο στον παρακμ. <i>σέσηρα</i> με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] τα χείλη μου [[προς]] τα [[πίσω]] και [[δείχνω]] τα δόντια μου όπως ο [[σκύλος]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] δείχνοντας τα δόντια μου<br /><b>3.</b> [[διαστέλλω]] τα χείλη μου<br /><b>4.</b> (για [[πληγή]] ή [[έλκος]]) [[χάσκω]] («[[ἔλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως επίρρ.) <i>σεσηρός</i> και <i>σεσαρός</i><br />με τραβηγμένα τα χείλη («σεσαρὸς γελᾱν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σεσηρὸς [[χάσμημα]]» — λέγεται για [[μετρική]] [[χασμωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]<br /><b>2.</b> [[απορρίπτω]] [[μετά]] από το [[σκούπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σάρ</i>-<i>jω</i>) προέρχεται από έναν ΙΕ τ. <i>twr</i>-<i>jω</i> (με συριστικοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος <i>tw</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σείω]], και [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- με -<i>αρ</i>-), στον οποίο ανάγεται και το ρ. [[σύρω]], με διαφορετική αντιπροσώπευτση του -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>- (ανάλογη [[εναλλαγή]] στην [[αντιπροσώπευση]] του -<i>r</i>- ως -<i>αρ</i>- και -<i>υρ</i>- παρατηρείται πιθ. και στους τ. [[κυρτός]]: [[κάρταλος]], [[σπυρίς]]: [[σπάρτον]]). Κατά μία [[άποψη]], ο τ. <i>tw</i>-<i>r</i>-<i>jω</i> αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «ωθώ, [[παρακινώ]], [[κουνώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[στρέφω]] [[γρήγορα]], [[ανακατεύω]]», <b>βλ.</b> και λ. [[οτρύνω]]). Πιθανολογείται, [[τέλος]], και η [[σύνδεση]] του ρ. [[σαίρω]] με τους τ. [[τύρβη]] / [[σύρβη]], [[τορύνη]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(μόνο στον παρακμ. <i>σέσηρα</i> με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] τα χείλη μου [[προς]] τα [[πίσω]] και [[δείχνω]] τα δόντια μου όπως ο [[σκύλος]]<br /><b>2.</b> [[γελώ]] δείχνοντας τα δόντια μου<br /><b>3.</b> [[διαστέλλω]] τα χείλη μου<br /><b>4.</b> (για [[πληγή]] ή [[έλκος]]) [[χάσκω]] («[[ἔλκος]] σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως επίρρ.) <i>σεσηρός</i> και <i>σεσαρός</i><br />με τραβηγμένα τα χείλη («σεσαρὸς γελᾱν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «σεσηρὸς [[χάσμημα]]» — λέγεται για [[μετρική]] [[χασμωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]<br /><b>2.</b> [[απορρίπτω]] [[μετά]] από το [[σκούπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σαίρω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σάρ</i>-<i>jω</i>) προέρχεται από έναν ΙΕ τ. <i>twr</i>-<i>jω</i> (με συριστικοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος <i>tw</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σείω]], και [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- με -<i>αρ</i>-), στον οποίο ανάγεται και το ρ. [[σύρω]], με διαφορετική αντιπροσώπευτση του -<i>r</i> ως -<i>υρ</i>- (ανάλογη [[εναλλαγή]] στην [[αντιπροσώπευση]] του -<i>r</i>- ως -<i>αρ</i>- και -<i>υρ</i>- παρατηρείται πιθ. και στους τ. [[κυρτός]]: [[κάρταλος]], [[σπυρίς]]: [[σπάρτον]]). Κατά μία [[άποψη]], ο τ. <i>tw</i>-<i>r</i>-<i>jω</i> αποτελεί τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «ωθώ, [[παρακινώ]], [[κουνώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[στρέφω]] [[γρήγορα]], [[ανακατεύω]]», <b>βλ.</b> και λ. [[οτρύνω]]). Πιθανολογείται, [[τέλος]], και η [[σύνδεση]] του ρ. [[σαίρω]] με τους τ. [[τύρβη]] / [[σύρβη]], [[τορύνη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm