3,277,241
edits
(35) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])].<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />[[συλλέγω]] ρώγες, [[ραγολογώ]]. | ||
}} | }} |