Anonymous

ἀπάλαλκε: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάλαλκε:''' [πᾰ], γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>ἀπαλάλκοι</i> ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], βλ. [[ἄλαλκε]])· [[απωθώ]], [[αποκρούω]], αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. <i>ἀπαλαλκέμεν</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀπάλαλκε:''' [πᾰ], γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ <i>ἀπαλάλκοι</i> ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], βλ. [[ἄλαλκε]])· [[απωθώ]], [[αποκρούω]], αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. <i>ἀπαλαλκέμεν</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 with no pres. in use, v. [[ἄλαλκε]]<br />to [[ward]] off [[something]] from one, τί τινος Hom.; epic inf. ἀπαλαλκέμεν, Theocr.
}}
}}