Anonymous

τρυχόομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., καταστρέφομαι από τη [[χρήση]], καταπονούμαι, μτχ. παρακ. <i>τετρυχωμένος</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., καταστρέφομαι από τη [[χρήση]], καταπονούμαι, μτχ. παρακ. <i>τετρυχωμένος</i>, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to be [[worn]] out, perf. [[part]]. τετρυχωμένος Thuc.
}}
}}