3,270,824
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., καταστρέφομαι από τη [[χρήση]], καταπονούμαι, μτχ. παρακ. <i>τετρυχωμένος</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''τρῡχόομαι:''' Παθ., καταστρέφομαι από τη [[χρήση]], καταπονούμαι, μτχ. παρακ. <i>τετρυχωμένος</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to be [[worn]] out, perf. [[part]]. τετρυχωμένος Thuc. | |||
}} | }} |