τρυχόομαι

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Middle Liddell

to be worn out, perf. part. τετρυχωμένος = worn out Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡχόομαι: Παθ., κατατρύχομαι, ἐξαντλοῦμαι, καταπονοῦμαι, οἶκος τρυχοῦται Μίμνερμ. 2. 12· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ. τετρυχωμένος (ἴδε τρύω) Θουκ. 4. 60, Ἱππ. 613, 3, Πλάτ. Νόμ. 807Β, κλπ.· τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Θουκ. 7. 28· ὑπὸ τῶν πολέμων Πολύβ. 1. 11, 2· ὡσαύτως, τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, δηλ. ὑπὸ νόσου, Ἱππ. 592, 34. ΙΙ. ἐκ τοῦ ἐνεργ. μνημονεύεται τὸ ἀπαρ. τρυχοῦν ἐν Γαλην. Γλωσσ. Ἐξηγ. 580, ἴδε τρυχνόω· καὶ ἀόρ. (ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα) ἀπαντᾷ παρ’ Ἡρῳδιανῷ 3, 2, καὶ ἐν τῷ συνθέτῳ ἐκτρυχόω.

Greek Monotonic

τρῡχόομαι: Παθ., καταστρέφομαι από τη χρήση, καταπονούμαι, μτχ. παρακ. τετρυχωμένος, σε Θουκ.