Anonymous

νήκερως: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νήκερως:''' -ων (νη-, [[κέρας]]), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. <i>νήκεροι</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νήκερως:''' -ων (νη-, [[κέρας]]), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. <i>νήκεροι</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νή-κερως, ων, [νη-, [[κέρας]]<br />not [[horned]], epic nom. pl. νήκεροι Hes.
}}
}}