Anonymous

ἀπαμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαμπλακεῖν:''' απαρ. ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]]) <i>ἀφαμαρτεῖν</i>, αόρ. βʹ του [[ἁμαρτάνω]], [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπαμπλακεῖν:''' απαρ. ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]]) <i>ἀφαμαρτεῖν</i>, αόρ. βʹ του [[ἁμαρτάνω]], [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἀφαμαρτεῖν (aor2 of [[ἁμαρτάνω]])] [aor2 with no pres. in use]<br />to [[fail]] [[utterly]], Soph.
}}
}}