ἀπαμπλακεῖν
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
inf. of aor. ἀπήμπλακον (no pres. in use), = ἀφαμαρτεῖν, fail utterly, S.Tr.1139.
Spanish (DGE)
(ἀπαμπλᾰκεῖν)
sólo aor. equivocarse στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó S.Tr.1139.
German (Pape)
[Seite 277] nur aor. ἀπήμπλακον, verfehlen, fehlen, Soph. Tr. 1129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμπλακεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον (ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν ἄνευ τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.
Greek Monotonic
ἀπαμπλακεῖν: απαρ. (χωρίς ενεστ. σε χρήση) ἀφαμαρτεῖν, αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω, αποτυγχάνω ολοσχερώς, σε Σοφ.
Middle Liddell
= ἀφαμαρτεῖν (aor2 of ἁμαρτάνω)] [aor2 with no pres. in use]
to fail utterly, Soph.