Anonymous

ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ
1ab
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
|elrutext='''ἐξεργαστικός:''' способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξεργαστικός]], ή, όν [from [[ἐξεργάζομαι]] <i>adj</i><br />[[able]] to [[accomplish]], τινος Xen.
}}
}}