Anonymous

προσεπιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσεπιλαμβάνομαι:''' μέλ. -[[λήψομαι]] — Μέσ., [[παίρνω]] [[μέρος]] μαζί με κάποιον [[άλλο]] σε κάποιο [[πράγμα]], [[βοηθώ]] [[επιπλέον]] κάποιον σε [[κάτι]], <i>προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[λήψομαι]]<br />Mid. to [[take]] [[part]] with [[another]] in a [[thing]], to [[help]] one in a [[thing]] [[besides]], προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.
}}
}}