προσεπιλαμβάνομαι

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monotonic

προσεπιλαμβάνομαι: μέλ. -λήψομαι — Μέσ., παίρνω μέρος μαζί με κάποιον άλλο σε κάποιο πράγμα, βοηθώ επιπλέον κάποιον σε κάτι, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
Mid. to take part with another in a thing, to help one in a thing besides, προσεπιλαβέσθαι τινὶ τοῦ πολέμου Hdt.