Anonymous

ληκυθουργός: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ληκῠθουργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ληκῠθ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[making]] oil-flasks, Plut.
}}
}}