ληκυθουργός

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

German (Pape)

[Seite 39] ὁ, = ληκυθοποιός, Plut. Pericl. 12, nach Reiske für λινουργός.

Greek (Liddell-Scott)

ληκῠθουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ληκύθους, Πλουτ. Περικλ. 12.

Greek Monolingual

ληκυθουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ληκύθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήκυθος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ληκῠθουργός: -όν (ἔργω), αυτός που κατασκευάζει δοχεία λαδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ληκῠθ-ουργός, όν [*ἔργω
making oil-flasks, Plut.