Anonymous

μιμητέος: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen.
}}
}}