3,270,629
edits
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που περιέχει [[κρασί]], σε Κριτ.· <i>οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεῦος]]), [[δοχείο]] που περιέχει [[κρασί]], oenophorus, στον Οράτ. | |lsmtext='''οἰνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που περιέχει [[κρασί]], σε Κριτ.· <i>οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεῦος]]), [[δοχείο]] που περιέχει [[κρασί]], oenophorus, στον Οράτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἰνο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />holding [[wine]], [[Critias]]; οἰνοφόρον, (sc. σκεῦοσ) a [[wine]]-jar, oenophrus, in Hor. | |||
}} | }} |