Anonymous

οἰνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
1ba
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που περιέχει [[κρασί]], σε Κριτ.· <i>οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεῦος]]), [[δοχείο]] που περιέχει [[κρασί]], oenophorus, στον Οράτ.
|lsmtext='''οἰνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που περιέχει [[κρασί]], σε Κριτ.· <i>οἰνοφόρον</i> (ενν. [[σκεῦος]]), [[δοχείο]] που περιέχει [[κρασί]], oenophorus, στον Οράτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰνο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />holding [[wine]], [[Critias]]; οἰνοφόρον, (sc. σκεῦοσ) a [[wine]]-jar, oenophrus, in Hor.
}}
}}