Anonymous

ὅπη: Difference between revisions

From LSJ
659 bytes added ,  10 January 2019
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅπη:''' Επικ. [[ὅππη]], Δωρ. ὅπᾱ, Ιων. [[ὅκη]], επίρρ. (κανονικά δοτ. από αρχ. αντων. <i>*ὁπός</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], μέσω ποιας οδού, Λατ. [[qua]]· επίσης, = [[ὅπου]], όπου, Λατ. [[ubi]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] όπως το [[ὅποι]], σε ποιο [[μέρος]], Λατ. [[quo]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ὅπη]] γᾶς, Λατ. [[ubi]] terrarum, [[οπουδήποτε]] στον κόσμο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τρόπο, με ποιον τρόπο; πώς, σε Όμηρ., Αττ.· <i>ὅπηἄν</i>, με υποτ. όπως άλλοι σύνδεσμοι, [[ὅπη]] ἄν δοκῇ ἀμφοτέροις, σε Συνθήκη [[παρά]] Θουκ.· ἔσθ' [[ὅπη]] ή ἔστιν [[ὅπη]], με οποιονδήποτε τρόπο, με κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὅπη:''' Επικ. [[ὅππη]], Δωρ. ὅπᾱ, Ιων. [[ὅκη]], επίρρ. (κανονικά δοτ. από αρχ. αντων. <i>*ὁπός</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[τόπο]], μέσω ποιας οδού, Λατ. [[qua]]· επίσης, = [[ὅπου]], όπου, Λατ. [[ubi]], σε Όμηρ.· [[συχνά]] όπως το [[ὅποι]], σε ποιο [[μέρος]], Λατ. [[quo]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ὅπη]] γᾶς, Λατ. [[ubi]] terrarum, [[οπουδήποτε]] στον κόσμο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τρόπο, με ποιον τρόπο; πώς, σε Όμηρ., Αττ.· <i>ὅπηἄν</i>, με υποτ. όπως άλλοι σύνδεσμοι, [[ὅπη]] ἄν δοκῇ ἀμφοτέροις, σε Συνθήκη [[παρά]] Θουκ.· ἔσθ' [[ὅπη]] ή ἔστιν [[ὅπη]], με οποιονδήποτε τρόπο, με κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[properly]] dat. from an old Pron. *ὁπός]<br /><b class="num">I.</b> of Place, by [[which]] way, Lat. qua; also = [[ὅπου]], [[where]], Lat. ubi, Hom.; [[sometimes]] [[much]] like [[ὅποι]], [[whither]], Lat. quo, Hom., Hdt., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> c. gen., ὅπη γᾶς, Lat. ubi terrarum, [[where]] in the [[world]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> of Manner, in [[what]] way, how, Hom., [[attic]]; ὅπη ἄν, with subjunct., like [[other]] Conjunctions, ὅπη ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Thuc.:— ἔσθ' ὅπη or ἔστιν ὅπη in any [[manner]], in [[some]] way, Plat.
}}
}}