Anonymous

παραλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραλογιστικός -ή -όν [παραλογίζομαι] met drogredenering, bedrieglijk.
|elnltext=παραλογιστικός -ή -όν [παραλογίζομαι] met drogredenering, bedrieglijk.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραλογιστικός]], ή, όν [from [[παραλογίζομαι]]<br />[[fallacious]], Arist.
}}
}}