Anonymous

ὀτραλέος: Difference between revisions

From LSJ
1ba
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]].
|lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. [[ὀτρύνω]] = [[ὀτρηρός]] [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]<br />-ως, [[quickly]], [[readily]].
}}
}}