Anonymous

ὀτραλέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀτραλέος]], -η, -ον (Α)<br />[[οτρηρός]].<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτραλέως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀξέως]], δραστικῶς, ἐνεργῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> μαρτυρείται ήδη στην [[Ιλιάδα]], ενώ το επίθ. [[ὀτραλέος]] μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[οτρύνω]])].
|mltxt=[[ὀτραλέος]], -η, -ον (Α)<br />[[οτρηρός]].<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτραλέως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀξέως]], δραστικῶς, ἐνεργῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> μαρτυρείται ήδη στην [[Ιλιάδα]], ενώ το επίθ. [[ὀτραλέος]] μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[οτρύνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]].
}}
}}