Anonymous

βουλευτέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουλευτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βουλεύω]], πρέπει [[κανείς]] να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.
|lsmtext='''βουλευτέον:''' ρημ. επίθ. του [[βουλεύω]], πρέπει [[κανείς]] να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουλευτέον]], adj. verb. van [[βουλεύω]], er moet overlegd worden.
}}
}}