βουλευτέον

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτέον Medium diacritics: βουλευτέον Low diacritics: βουλευτέον Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΕΟΝ
Transliteration A: bouleutéon Transliteration B: bouleuteon Transliteration C: voulefteon Beta Code: bouleute/on

English (LSJ)

one must take counsel, ὅπωςA.Ag.847; τί χρὴ δρᾶν S.El.16; περί τινος Isoc.6.90: pl., βουλευτέα Th.7.60.

Spanish (DGE)

hay que considerar o deliberar, hay que decidir τὸ ... καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ β. A.A.847, τί χρὴ δρᾶν ... β. S.El.16, περὶ ... τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασιν β. sobre las mismas cosas no han de adoptarse las mismas consideraciones por todos Isoc.6.90, cf. Th.1.72, 6.90, X.Cyr.4.5.24.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βουλευθῇ, νὰ σκεφθῇ, Θουκ. 7. 60· ὅπως… Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· τί χρὴ δρᾶν Σοφ. Ἠλ. 16.

Greek Monotonic

βουλευτέον: ρημ. επίθ. του βουλεύω, πρέπει κανείς να συλλογισθεί, να σκεφτεί, σε Αισχύλ., Σοφ., Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτέον, adj. verb. van βουλεύω, er moet overlegd worden.

Lexicon Thucydideum

et and βουλευτέα, deliberandum, must be deliberated, 1.72.1, 6.90.1, 7.60.1.