Anonymous

χυμώ: Difference between revisions

From LSJ
19 bytes removed ,  10 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(47c)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.———————— <b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-όω, Α [[χυμός]]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[γεύση]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i>- μετατρέπομαι σε χυμό.<br /><b>(II)</b><br />και [[χουμώ]] και [[χιμώ]], -άω, και [[χυμίζω]] και [[χιμίζω]] και χοιμίζω και [[χουμίζω]], Ν<br />[[ορμώ]], [[εφορμώ]], ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με [[ορμή]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.<br />β. «χύμηξε [[πάνω]] του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χύμα]] «[[πλημμύρα]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το ρ. <i>ψημίζω</i>, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «[[επιδεικνύω]] τη δύναμή μου, [[τρέχω]] [[έφιππος]]». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: [[χιμώ]] / [[χιμίζω]], <i>χοιμίζω</i>].
}}
}}