χυμώ
From LSJ
Greek Monolingual
(I)
-όω, Α χυμός
1. προσδίδω γεύση σε κάτι
2. παθ. χυμοῦμαι, -όομαι- μετατρέπομαι σε χυμό.
(II)
και χουμώ και χιμώ, -άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν
ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν λυσσασμένα τα σκυλλιά χυμήσανε, προφθάξαν», Βιζυην.
β. «χύμηξε πάνω του και του 'δωσε ένα σωρό γροθιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. χύμα «πλημμύρα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το ρ. ψημίζω, το οποίο στη μσν. έλαβε σημ. «επιδεικνύω τη δύναμή μου, τρέχω έφιππος». Στην αβέβαιη ετυμολ. της λ., εξάλλου, οφείλονται και οι ποικίλες γρφ.: χιμώ / χιμίζω, χοιμίζω].