Anonymous

ἄσωτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1a)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσωτος]], -ον) (Ι) [[σώζω]]<br />[[σπάταλος]], [[έκλυτος]], διεφθαρμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, που βρίσκεται σε [[απόγνωση]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], που αποτελεί [[κατάρα]] για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br />[[άσωστος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσωτος]], -ον) (Ι) [[σώζω]]<br />[[σπάταλος]], [[έκλυτος]], διεφθαρμένος<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, που βρίσκεται σε [[απόγνωση]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], που αποτελεί [[κατάρα]] για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br />[[άσωστος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm