Anonymous

εργατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(14)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργατικός]], -ή, -όν) [[εργάτης]]<br />αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, [[φιλόπονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην [[εργασία]] (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική [[νομοθεσία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εργατικός]]<br />[[εργάτης]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εργατικά</i><br />[[αμοιβή]] για την [[προσφορά]] εργασίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐργατικῶς</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἐργατικῶς [[πρός]] τι» — επωφελώς, με [[ωφέλεια]] για [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργατικός]], -ή, -όν) [[εργάτης]]<br />αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, [[φιλόπονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην [[εργασία]] (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική [[νομοθεσία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εργατικός]]<br />[[εργάτης]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εργατικά</i><br />[[αμοιβή]] για την [[προσφορά]] εργασίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐργατικῶς</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «ἐργατικῶς [[πρός]] τι» — επωφελώς, με [[ωφέλεια]] για [[κάτι]].
}}
}}